Ιστορική μνήμη

 
 Από την Ιστοσελίδα ΡΕΠΟΡΤΑΖ ΧΩΡΙΣ ΣΥΝΟΡΑ
  
 
Συνέντευξη στον ΣΤΕΛΙΟ ΚΟΥΛΟΓΛΟΥ
Ημερομηνία Προβολής: 25-10-2007

                                                                                              http://www.rwf.gr/interviews

Τίτλος :

Η ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ – Μέρος 1ο: ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΒΑΝΙΑ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ

Θέμα :

ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Συνεντεύξεις

Χρήστος Κουτσούγερας

  

Μας ενδιαφέρει πάρα πολύ να μιλήσουμε με ανθρώπους που τα ζήσανε αυτά τα πράγματα, που ζήσανε τις κακουχίες, είτε στην πόλη, είτε στην επαρχία που ζήσανε τους αγώνες στην αντίσταση, όλα αυτά τα πράγματα. Εσείς ήσασταν στην Πελοπόννησο. 

  

το χωριό μου

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

Εγώ ήμουνα στην Βλαχέρνα της Αρκαδίας το χωριό μου. Βλαχέρνα Αρκαδίας, είναι 32 χιλιόμετρα από την Τρίπολη, μέσα στα έλατα στο δρόμο επάνω που οδηγεί προς την Βυτίνα και προς τα Καλάβρυτα.

  

Πόσο χρονών ήσασταν; 

  

Έχω γεννηθεί το 1923, επομένως το 1940 που άρχισε ο πόλεμος στην Αλβανία ήμουν 17 χρονών, πήγαινα στο γυμνάσιο και μου έμεινε αυτή η ημερομηνία 28 Οκτωβρίου 1940. Εκεί ήταν βέβαια το έπος της Αλβανίας, το οποίο δεν λέγεται με λόγια και που εμείς το ζήσαμε.  

  

Εσείς ήσασταν φυσικά πολύ μικρός, δεν πήγατε στην Αλβανία. 

  

Όχι δεν πήγα στην Αλβανία εγώ, εγώ πήγαινα στο γυμνάσιο τότε στο Λεβίδι.  

  

Το σχολείο συνεχιζότανε κανονικά;  

  

Τα σχολεία σταματήσανε. Στις 28 Οκτωβρίου του 1940 σταματήσανε τα σχολεία, δεν πηγαίναμε σχολείο, ούτε τα δημοτικά, γιατί φοβόμασταν τους βομβαρδισμούς. Είδαμε όμως τον ενθουσιασμό που σας λέω δεν περιγράφεται. Να πηγαίνουν τόσα παιδιά από είκοσι χρονών μέχρι 32 χρονών πήγανε όλα στην Αλβανία στο στρατό.  

  

Το χωριό σας είχε πολλά άτομα.  

  

Από το χωριό μας ήταν 120 παιδιά, ρήμαξε το χωριό.  

  

Και πόσοι από αυτούς επέστρεψαν;  

  

Από αυτούς να πούμε καλύτερα αυτούς που έμειναν εκεί. Έμειναν τρεις εκεί, σκοτώθηκαν, αλλά ήσαν και άλλοι οι οποίοι μείνανε ανάπηροι με ένα πόδι, με ένα μάτι, χωρίς μάτια ένας, και με τα μετάλλια.  

  

Πως τους υποδέχτηκε ο κόσμος.  

  

Ο κόσμος, πάλι δεν μπορεί να τα πει κανένας. Πατέρας που να έχει δυο παιδιά στην Αλβανία, δύο παιδιά στο μέτωπο, και όταν έσπασε το μέτωπο της Αλβανίας αφού έγινε η επίθεση των Γερμανών στο Ρούπελ και μπήκανε οι Γερμανοί, να βλαστημάει τα παιδιά του που αφήσανε το μέτωπο και ήρθαν στο χωριό, γέρος τσοπάνος αγράμματος. Τι ήρθατε να κάνετε εδώ, τους έλεγε, ούτε γυναίκα θα έχετε, ούτε αδελφή θα έχετε, ούτε τίποτα δεν θα έχετε. Οι μάνες ήσαν διαφορετικά, πονούσαν για τα παιδιά τους.  

  

Αξιοσημείωτο ήταν τότε η αναγγελία του θανάτου του Χρήστου Κολίτνζα, συνώνυμου του Χρήστου. Σκοτώθηκε αυτός ο λοχίας στις 14 Δεκεμβρίου του 1940 επάνω στο ύψωμα Μάλι Σπατ στην μάχη, τραυματίστηκε βαριά, έπαθε πανωλεθρία το τάγμα του, διότι από τον ενθουσιασμό τον πολύ μπήκανε πολύ βαθιά μέσα στο μέτωπο να πιάσουν αιχμαλώτους Ιταλούς και εκεί τους την φυλάγανε οι Ιταλοί, οι οποίοι ήτανε πάνοπλοι, οι Ιταλοί είχανε αυτόματα όπλα, είχαν όλμους. Ενώ οι δικοί μας με τα ντουφέκια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, με μία ρέγκα στο σακίδιο, και αν ήταν και αυτή η ρέγκα. Απίστευτα πράγματα και όμως πολεμούσανε.  

  

Εσείς στο χωριό πως μαθαίνατε τα νέα τους;  

  

Τα μαθαίναμε, περιμέναμε κάθε βράδυ τα γράμματα τα οποία ερχόντουσαν μετά από δεκαπέντε μέρες, και από την εφημερίδα. Δεν είχαμε ραδιόφωνο και περιμέναμε με αγωνία να διαβάσουμε τα γράμματα που έπαιρνε ο τάδε, ο τάδε, ο τάδε, να τα διαβάσουμε όλοι, γιατί εκεί μέσα θα λέγανε ειρήνη. Ή να του γράφουν φίλοι του και να του λένε ότι αυτό το πράγμα που έχεις ως αναπηρία θα είναι παράσημο για σένα.  

  

Θέλετε να μας το ξαναπείτε λίγο αυτό το κομμάτι με τα γράμματα, για να το έχουμε όλο, ότι έχετε τα γράμματα του κυρίου Ρούνη που τι του έστελναν.   

  

Φέρνεις το βιβλίο;  

  

Όχι, όχι, δεν χρειάζεται θα το δούμε μετά, απλά πείτε μας.  

  

Τα γράμματα αυτά τα έχει ο Ρούνης ο Αριστείδης, ο γέρος τον λέμε εμείς, γιατί είναι 90 χρονών τώρα και ζει στο χωριό και αυτός με το παράσημό του με ένα μάτι.  

  

Το έχασε εκεί. 

  

Που το έχασε εκεί. Είναι συγκινητικό που τραυματίστηκε, φορούσε και γυαλιά, αλλά τα γυαλιά δεν πάθανε τίποτα και το μάτι βγήκε. Ήρθε πίσω, παράτησε τα όπλα του εκεί πέρα στο ύψωμα επάνω, γέμισε αίματα όλος, στην αριστερή πλευρά είναι γεμάτος από θραύσματα του όλμου, όλη η πλευρά αυτή το πρόσωπο, βαρέα τραυματίας και το μάτι βγαλμένο, δεν το ήξερε όμως. Τον πήρανε την νύχτα οι στρατιώτες οι άλλοι οι συμπολεμιστές του και τον γυρίσανε πίσω, γιατί όλοι γυρίζανε πίσω, εγκαταλείψανε δηλαδή την θέση τους, πιο κάτω μέσα σε χιόνι, πενήντα πόντους χιόνι, πιο κάτω τους έσπρωξε λέει κάποιος, γιατί πήγαινε στο ντορό στο χιόνι, δεν πήγαινε στο πολύ, εκεί που ήταν πατημένο και τους έσπρωξε για να προσπεράσει. Και μόλις προσπέρασε έρχεται μία ριπή τον σκότωσε αυτόν, ακούσανε μόνο ένα «ωχ» και σκοτώθηκε. Εάν ήσαν αυτοί μπροστά θα σκοτωνόντουσαν αυτοί.  

  

Και γυρίσανε τώρα όλοι στο χωριό.  

  

Όχι, πήγανε εκεί πέρα στο ορεινό χειρουργείο, κοντά στο Αργυρόκαστρο κάπου ήταν το χειρουργείο και στα Γιάννενα νομίζω του βγάλανε το μάτι, δεν ήξερε όλο αυτό το πρόσωπό του στο μάτι το είχε καλύψει με γάζες και εκεί λέει κάπου βρήκε ένα κομμάτι καθρέπτη και είδε το κενό και τον έπιασε απελπισία από τότε. Μετά ήρθε στα Γιάννενα, από κει στην Ηγουμενίτσα, με καράβι ήρθανε στον Πειραιά και ήταν στο Τζάνειο Νοσοκομείο που ήταν μαιευτήριο τότε το Τζάνειο, τους δώσανε και φοράγανε τα ρούχα από τις λεχώνες με αίματα, με αυτά, αλλά ο κόσμος ήταν ενθουσιασμένος, τους είχε σαν ήρωες.  

  

Αυτά τα μαθαίναμε εμείς μετά από δεκαπέντε, είκοσι μέρες. Σκοτώθηκε ο Χρήστος ο Κολίντζας μετά εκεί τραυματίστηκε και πέθανε στις 29 Δεκεμβρίου του 1940 και ερχόντουσαν τα γράμματα του Χρήστου μετά αφού είχαμε μάθει ότι ήταν σκοτωμένος. Όταν ήρθε το τηλεγράφημα από το Γενικό Επιτελείο ήρθε στον Πρόεδρο. Ο Πρόεδρος, ο παπάς και ο γιατρός του χωριού ξέρανε το μυστικό και εγώ ήμουνα παλικαράκι τότε εκεί πέρα και κατάλαβα ότι κάτι έγινε, και άλλοι, μας το διέρρευσε αυτό και πήγαινε η κουστωδία να το αναγγείλει στην μάνα. Η μάνα είχε δυο παιδιά στο μέτωπο, κατάλαβε αυτή. Μόλις είδε αυτή την παρέα κατάλαβε και άρχισε τις φωνές. «Ποιο είναι», έλεγε, «για ποιο παιδί».  

  

Είχαν έρθει διάβασα στο βιβλίο σας και πολλοί στρατιώτες κρητικοί στο χωριό που γυρνούσανε από το μέτωπο.  

  

Αυτοί ήρθανε μετά.  

  

Δεν γυρνούσανε από την Αλβανία από το μέτωπο;  

  

Από το μέτωπο, ήρθαν όταν έσπασε το μέτωπο.  

  

Και μείνανε μάλιστα έξι μήνες;  

  

Μείνανε έξι μήνες, γιατί θυμάμαι είπαν τα κάλαντα του Αγίου Βασιλείου, και τα Χριστούγεννα μας είπαν τα κάλαντα και εμείς τα λέμε αλλιώς τα κάλαντα στην Αρκαδία και αυτοί οι Κρητικοί τα λένε πιο μελωδικά. Εμείς τους είχαμε και δεν θέλαμε να δουλεύουνε, αυτοί θέλανε όμως να ρθούνε στις γεωργικές δουλειές, αλλά εμείς δεν θέλαμε, εμείς ορίζαμε εκεί πέρα, τι οργάνωση ήταν αυτή, να πηγαίνουμε να λέμε σήμερα θα τους ταΐσει ο τάδε, την άλλη μέρα ο τάδε, την άλλη ο τάδε. Είχε καλό φαΐ ο τάδε, και τους ταΐζαμε.  

  

Πόσοι ήτανε;  

  

Πέντε, έξι, ήτανε. Τους είχαμε σπίτι και μένανε. Κάνα δυο ήσαν τσαγκάρηδες, επισκευάζανε παπούτσια, αλλά δεν θέλαμε να δουλεύουνε. Δεν ξέραμε ότι θα έρθει καιρός για να τα λέμε για ιστορία αυτά για να τα κρατήσουμε, για να δούμε ποιος ήταν από αυτούς, να έχουμε σχέσεις, διότι ήταν τα γεγονότα τέτοια που μας είχανε παρασύρει. Δεν είχες καιρό για τέτοια πράγματα. Αυτοί ήταν οι κρητικοί. Και κάπου βγήκανε ευκαιρία, πήγανε κάτω στην Λακωνία στο Γύθειο και με καΐκι φύγανε, πήγανε στην πατρίδα τους.  

  

Μετά ξανά είχατε επαφή;  

  

Όχι. Αυτό ήτανε ο θάνατος του Χρήστου, μάθαμε και μετά για τον Δρακόπουλο τον Ντίνο ότι σκοτώθηκε. Αλίμονο από τις μανάδες που κλαίγανε. Που κλαίγανε οι μανάδες για τα παιδιά τους.  

  

Η ζωή στο χωριό πως ήτανε.  

  

ʼθλια, περνούσαμε. Αυτό ήταν, πήγανε αυτά τα παιδιά να πολεμήσουν γιατί, για τις ψείρες που είχανε, για την φτώχια που είχανε, γιατί; Για την υπόληψή τους πήγανε. Δηλαδή είναι σαν να σου πει ένας σκύψε, θα σε καβαλήσω στην πλάτη και να με πας βόλτα. Όχι ρε, του λες, έστω και αν σε πληρώνει. Αυτό έγινε τότες. Δηλαδή ένας λαός ολόκληρος ξεσηκώθηκε και είπε το ΟΧΙ. Το ΟΧΙ το είπε όμως με 591 μέσα σε αυτούς Αρκάδες νεκρούς, αυτούς που ξέρω δηλαδή και έχω και εδώ όλους τους Αρκάδες τους νεκρούς τα ονόματά τους γραμμένα. Έτσι το είπε το ΟΧΙ, το είπε με αίμα, δεν είπε μία λέξη ΟΧΙ.  

  

Πείτε μου για την ζωή στην Βλαχέρνα στην κατοχή πως ήτανε, εσείς τι κάνατε που ήσασταν.  

  

Ήρθε μετά, είναι κάτι ημερομηνίες που είναι χαραγμένες μέσα στην ψυχή μας, μέσα στην μνήμη μας, όπως είναι στα μάρμαρα οι επιγραφές που έχουν οι πρόγονοί μας. Το βλέπεις ένα παλιομάρμαρο εκεί πέρα και κάτι έχουν γράψει οι Έλληνες επάνω. Έτσι είναι οι ημερομηνίες αυτές. Ας πούμε η 28 Οκτωβρίου 1940, 6 Απριλίου 1941 ήρθανε τα στούκας τα γερμανικά από το βορά μέχρι κάτω τον Ταίναρο να κάνουν ηλεκτροσόκ και ρίχνανε βόμβες κάπου κάπου. Σε μας ρίξανε στον Αγιο Παντελεήμονα δύο βόμβες και στην Παναγίτσα σε ένα χωριό.  

  

Εσείς τα βλέπατε;  

  

Ναι, τα ακούγαμε. Τα είδαμε και τα βλέπαμε τα αεροπλάνα.  

  

Να σας διακόψω λίγο, αυτό να το επαναλάβουμε, γιατί πέρασε με πολύ θόρυβο ένα. Πιείτε λίγο νεράκι και να μας ξαναπείτε. 

  

Στις 6 Απριλίου του 1941 έγινε η επίθεση στο Ρούμπελ. Λέγανε τότες κεραυνοβόλος επίθεση. Λέγανε και στην Γαλλία κεραυνοβόλος έγινε. Και τα συζητάγαμε εμείς τότε, ήμασταν παλικαράκια, κεραυνοβόλος επίθεση. Ότι δεν σταματάει τίποτα, σαν κεραυνός.  

  

Ήρθαν τα αεροπλάνα τα στούκας, περάσανε πάνω από το χωριό προς νότο και μετά γυρίσανε. Γυρνώντας ρίξανε δύο βόμβες στον Αγιο Παντελεήμονα κοντά στο χωριό μας, δηλαδή δύο χιλιόμετρα μακριά, και στην Παναγίτσα. Τρομάξαμε, καταλάβαμε τι θα πει. Ήρθε δηλαδή μύριζε ο πόλεμος μέσα στα σπίτια μας.  

  

Και σε λίγο έσπασε το μέτωπο επάνω, διότι αιμορραγία στην Αλβανία, αιμορραγία στην Βουλγαρία, τι μπορούσε να κρατήσει η Ελλάδα, τι μπορούσε. Κράτησε, εδώ ολόκληρη Γαλλία και κράτησε δεν κράτησε έναν μήνα. Οι άλλες χώρες, Γιουγκοσλαβία ημέρες, ούτε μια εβδομάδα, ούτε μια εβδομάδα. Πολωνία. Εμείς κρατήσαμε, εμείς στην Αλβανία ήτανε η πρώτη συμμαχική νίκη στην Αλβανία. Η πρώτη συμμαχική νίκη, εκεί που όλα τα έσκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά. Όλη η Ευρώπη υπόδουλη και η Ελλάδα σήκωσε ανάστημα, σήκωσε το κεφάλι. Αυτό τώρα πώς να σας το πω εγώ, εσείς είστε παιδιά. Να καταλάβετε έβγαινε το σαγόνι του Μουσολίνι και έλεγε ότι καθόσαστε επάνω σε έξι εκατομμύρια λόγχες. Έξι εκατομμύρια είχε λόγχες, εμείς τι είχαμε. Εμείς ντουφέκια, που κάτι φορές δεν πιάνανε. Και όμως αυτό μας έκανε να νομίσουμε, και ήταν σωστό, ότι μπορούμε να νικάμε. Ότι μπορούμε, ας είναι ο άλλος δυνατός, ας είναι, τους νικήσαμε.  

  

Πήγε στην Κρήτη. Στην Κρήτη δεν δίνανε όπλα οι σύμμαχοι. Αν είχε όπλα ο κρητικός λαός δεν θα μπορούσαν να την πάρουν την Κρήτη. Τώρα βέβαια αυτά ας τα λύσουν οι ιστορικοί να τα βρούνε, αλλά εδώ τώρα είναι περασμένα αυτά. Οι Κρητικοί δεν θα αφήνανε, ενώ ήσαν άοπλοι με τι πολεμήσανε. Τους βλέπουμε με τσεκούρια, με κλαδευτήρια, τους αλεξιπτωτιστές. Αλλά δεν δίνανε οι σύμμαχοι, σύμμαχοι σε εισαγωγικά, δεν δίνανε όπλα. Σου λέει γιατί να οπλιστεί αυτός ο λαός. Αυτοί δίνανε τα όπλα, τα όπλα είναι χρήμα. Δίνανε τα όπλα σε αυτούς που θα ήσαν εξασφαλισμένοι χωροφύλακές τους ή υποτελείς τους. Δεν τα δίνανε σε ελεύθερους ανθρώπους τα όπλα.  

  

Θέλω να γυρίσουμε λίγο στο χωριό, θέλουμε τα δικά σας τα βιώματα προσωπικά εκεί που είστε 17 με 18 χρονών και μου είχατε πει ότι ήσασταν τσοπάνης τότε.  

  

Ναι. Ο παππούς μου, ο πατέρας μου, ο μπάρμπας μου, όλοι μας είχαμε γίδια και πρόβατα, με αυτά ζούσαμε. Και είχαμε μία έκταση την οποίαν είχε αγοράσει ο προπάππος μου και εκεί είχαμε τα στανοτόπια.  

  

Πως ήταν στην διάρκεια της κατοχής, τι κάνατε. 

  

Στο διάστημα της κατοχής εμείς δεν πεινάσαμε, άλλοι στο χωριό πεινάσανε όμως. Όσοι δεν είχαν πρόβατα ή γίδια πεινούσανε. Δεν ήταν βέβαια η πείνα των πόλεων που πεθαίνανε και τους μαζεύανε με το κάρο και τους θάβανε, που δεν είχαν τίποτα να φάνε, έστω λίγα χόρτα βρίσκανε. Εμείς δεν είχαμε λάδι, δεν είχαμε, αλλά είχαμε γάλα, είχαμε τυρί, λίγο κρέας και ψωμί, είχαμε. Μερικά σπίτια δεν είχανε. Όσοι δεν είχανε φροντίσει για αυτά τα πράγματα δυστυχήσανε. Πεθάνανε τέσσερα πέντε παιδιά από φυματίωση. Καλπάζουσα φυματίωση, παιδαρέλια 17, 18 χρονών πεθάνανε. Ένα κορίτσι πέθανε.  

  

Εγώ θα σας πω ένα περιστατικό χαρακτηριστικό ενός γέρου πως κατέρρευσε, ο γερο Γιάννης, τον λέγαμε ο γερο Γιάννης ο ψεύτης, έτσι τον λέγαμε. Είχε φέρει από την Αμερική κάτι παραδάκια και νόμιζε ότι θα μπορέσει να ζήσει με αυτά. Ήρθε η κατοχή πάνε τα παραδάκια. Αναγκάστηκε να πουλήσει κάμποσα χωράφια, ό,τι είχε. Ήταν με την γριά του, την γυναίκα του. Πούλησε κάτι χωράφια, πέρασε λίγο καιρό, μάζευε κάτι στάχυα από δω, από κει, τι να κάνει με στάχυα, μετά άρχισε να πουλάει στο σπίτι του ό,τι ήταν κινητό, τα αμπάρια, τα βαρέλια με το κρασί που έβαζε, τις καρέκλες, μετά πούλαγε τις μισάντρες, τα ταβάνια, τα ξύλινα διαχωρίσματα του σπιτιού, μετά τα κεραμίδια, άφησε μόνο ίσως το παραγώνι που εκεί πέθανε, μόνο εκεί άφησε. Δηλαδή διαλύθηκε το σπίτι. Και θα έμενε το σπίτι αυτό, θα έμενε σημάδι αν δεν ερχότανε μετά η γενική καταστροφή που μας το κάψανε το χωριό όλο και όλα γίνανε το ίδιο.  

  

Ο παππούλης μου που ήτανε των αρχών των παλιών, πίστευε στον Θεό και λοιπά, έλεγε μην παίρνετε βρε από τον ψεύτη τίποτα, μην του παίρνετε κεραμίδια, μην του παίρνετε αυτά, δώστε του ένα κομμάτι ψωμί, αφού τον βλέπετε πάει στον γκρεμό, αφήστε τον πέσει μόνος του μην τον σπρώχνετε, γιατί έτσι θα καταντήσετε και εσείς, έλεγε ο παππούλης μου.  

  

Ποιοι τα αγόραζαν αυτά;  

  

Από το χωριό.  

  

Είχανε λεφτά;  

  

Όχι, είχανε κάτι όμως, όσοι είχανε πρόβατα, γίδια. Αφού τα πούλαγε, έβγαινε αυτός και έλεγε τα πουλάω χωρίς να ζητάει πολλά λεφτά. 

  

Είχε μαυραγορίτες το χωριό;  

  

Όχι. Οι μαυραγορίτες ήταν στις πόλεις. Αυτοί εκμεταλλευόντουσαν ό,τι ήτανε πολύτιμο και δεν τρωγότανε. Όταν είχες δακτυλίδι δεν τρωγότανε, ήταν όμως πολύτιμο και είχε πολλά λεφτά.  

  

Αλλά στο χωριό δεν είχατε. 

  

Όχι, όχι, στο χωριό δεν είχαμε τέτοιο πράγμα.  

  

Θέλω να μου πείτε για τον Νομάρχη τον Βουγιουκλάκη.  

  

Ναι. Ο Νομάρχης ο Βουγιουκλάκης, της Αλίκης ο πατέρας ήταν Νομάρχης στην κατοχή Αρκαδίας, ο Γιάννης ο Βουγιουκλάκης. Εμείς το 1941 το χωριό ολόκληρο είχε σπείρει ένα χωράφι μεγάλο σαράντα στρέμματα περίπου του Αϊ Γιώργη, το είχε σπείρει σιτάρι, για την ακρίβεια σμιγάδι, σιτάρι και κριθάρι μαζί ανακατωμένο και ήρθε το 1941, αυτό το σπείραμε το 1941, το 1942 που το θερίσαμε όλο το χωριό και θα το μοιράζαμε, έτσι νομίζαμε, το είχαμε μέσα στο γραφείο του δημοτικού σχολείου του διευθυντή του γέρο δάσκαλου το γραφείο. Όλο αυτό σωρό μέσα και ετοιμαζόμαστε κάποτε να το μοιράσουμε στις οικογένειες.  

  

Κάποιος όμως, ήταν τότε άνθρωποι οι οποίοι λέγανε το μαρτυρήσανε, έφθασε στο Βουγιουκλάκη και ήρθε ο Βουγιουκλάκης σο χωριό το 1942 στο καφενείο του Καραμπάλα με ύφος και είπε ότι όταν κινδυνεύει το καράβι όλοι πρέπει να προσέχουμε τον καπετάνιο, τα συνηθισμένα αυτά που λένε για καράβια και για καπεταναίους, και να υπακούσουμε στον καπετάνιο, γιατί αν βουλιάξει το καράβι όλοι θα βουλιάξουν. Σωστά πράγματα αυτά. Όλοι όμως ξέραμε γιατί ήρθε ο Βουγιουκλάκης. Ήρθε να πάρει το γέννημα.  

  

Ένας γέρος, έτυχε να τον λένε Κουτσούγερα, ο μπάρμπα Παναγιώτης τότε μιλάγανε οι γέροι, εμείς τα παιδιά είμαστε πιο πίσω. Αυτό έγινε αντιστράφηκε μετά, μετά από την κατοχή και μιλούσαμε περισσότερο τα παιδιά και λιγότερο  οι γέροι. Ο γέρος ήταν και θηρίο εκεί πέρα με την στολή του εκεί πέρα, με την ρόμπα του, τα τσαρούχια του. Τι καραβολογάς, κύριε Νομάρχη, τι λέει. Τι καράβια λες. Είναι αυτός ο γέρος που είχε τα δυο παιδιά στο μέτωπο και έλεγε γιατί αφήσατε το μέτωπο και ήρθατε εδώ. Τι καραβολογάς, πού είναι το καράβι. Το καράβι βούλιαξε στην Αλβανία. Γιατί δεν λες ότι ήρθες να πάρεις το γέννημα, δεν βλέπεις εδώ τις γυναίκες ξυπόλητες. Οι γυναίκες ήταν ματσωμένες γιατί λέγαμε τότε ότι οι γυναίκες θα φωνάξουν, οι γυναίκες θα κάνουν την αντίσταση, διότι δεν μπορούσαν να φυλακίσουν γυναίκες, ενώ τον άντρα μπορούσαν να τον πιάσουν να τον δέσουν. Τι καραβολογάς, του λέει.  

  

Του έκοψε την φόρα του Νομάρχη. Οι γυναίκες πήραν θάρρος, τσακίσου από δω, αρχίσανε κάτι γριές χωρίς δόντια ξυπόλητες, όλες οι γυναίκες ήταν ξυπόλητες στο χωριό. Όλες, η μάνα μου, οι θείες μου, η κυρούλα μου, όλοι. Τα παιδιά, δεν τα βλέπεις του λέει τα παιδιά ξυπόλητα, πεινασμένα και μας λες για καράβια, του λέει. Αυτός τα έχασε, άσπρισε, γύρισε φύλλο και λέει «καθίστε φρόνιμα», επί λέξει, «γιατί έχω όλη την δύναμη να σας συντρίψω», επί λέξει.  

  

Εγώ ήμουνα τσοπανάκος δεν ήμουνα εκεί, αλλά το έμαθα αυτό. Έμαθα ακριβώς και αργότερα όταν μιλούσαμε και λέγαμε, θυμάμαι μου έλεγε ένας εξάδελφος μου ράφτης ο Δημήτρης ο Ρούνης, εγώ ήμουνα μπροστά μου λέει, αυτός είχε ραφείο στην Πλατεία Κλαυθμώνος και εκεί που σιδέρωνε, θα σου πω τώρα ακριβώς, μου λέει, τι είπε. Θα στο πω, ναι, το θυμήθηκα μου λέει. Είπε καθίστε ή να μην σας συντρίψω.  

  

Και ένας ξάδελφός μου στρατηγός έφθασε στρατηγός και ζει ακόμα, είναι 95 χρονών ήταν και αυτός μπροστά, τότε ήταν ανθυπολοχαγάκος, και αυτός τα έλεγε και οι άλλοι όσοι ήσαν μπροστά. Όλη την δύναμη είχε να μας συντρίψει.  

  

Την άλλη μέρα ήρθε με τους Ιταλούς τους καραμπινιέρους και με τους χωροφυλάκους ζώσανε το σχολείο και πήρανε το σιτάρι, πάει. Το σπουδαίο, τι σπουδαίο, είναι ότι στέλνει στον πρόεδρο, πρόεδρος ήταν ο Δημοσθένης ο Ρούνης τότε, τους στέλνει ένα χαρτί και του λέει να φέρετε και τα άχυρα για το ιππικό των Ιταλών. Τα άχυρα για το ιππικό των Ιταλών. Αχυρα εμείς δεν είχαμε, δεν μας ενδιέφεραν τα άχυρα και πέσανε διάφοροι μέσα συμπατριώτες μας που τα είχαμε σε ένα καλύβι και τα πήραμε τα άχυρα. Πάνε τα άχυρα. Μετά πηγαίναμε μας παίρνει τον πρόεδρο και τον γραμματέα της Κοινότητας τον Γιώργη τον Κουτσούγερα και τους κλείνουν στο 2ο Θηλέων φυλακή στην Τρίπολη. Εάν δεν έρθουν τα άχυρα αυτοί θα είναι μέσα.  

  

Και αρχίσαμε να πηγαίνουμε στην Τρίπολη έξι ώρες δρόμο να ξεκινάμε νύχτα, ζώα δεν είχαμε τα ζώα ξέχασα να σας πω αυτό που μου είχε κάνει εντύπωση τότε την επιστράτευση που έγινε μετά τα 120 παιδιά που φύγανε πήρανε και τα ζώα, όλα τα ζώα μουλάρια και άλογα, μόνο φοράδες αφήνανε, δεν παίρνανε στο στρατό. Όλα αυτά ψοφήσανε στην Αλβανία, δεν γύρισε κανένα πίσω. Είχαμε κάτι γαϊδούρια και πηγαίναμε στην Τρίπολη.  

  

Εκεί που πηγαίναμε και αφήναμε τα άχυρα δεν ήταν κανένας να καταγράφει ότι πήγε ο Κουτσούγερας, πήγε η Μαρία και άφησε τόσα άχυρα, πήγε η Λίνα και άφησε άχυρα. Λέμε τι γίνεται εδώ, μέχρι πότε θα κουβαλάμε, αφού δεν γράφουνε. Και μόλις κάναμε διαμαρτυρία στους Ιταλούς δεχτήκαμε τις πρώτες κλωτσιές, «βία», «βία», οι Ιταλοί, που ήταν ο Βουγιουκλάκης Νομάρχης, ο κύριος Νομάρχης.  

  

Για αυτό ήταν τέτοιες οι καταστάσεις που αργότερα όταν τον πιάσανε οι αντάρτες το 1943, που έλεγε η Αλίκη, τέλος πάντων, ότι ο πατέρας μου σκοτώθηκε στον εμφύλιο. Ποιον εμφύλιο, τον σκοτώσανε οι αντάρτες του ΕΛΑΣ, τον πιάσανε και τον σκοτώσανε. Εμείς ευχαριστηθήκαμε τότε, διότι του τα είχαμε μαζεμένα. Είχαμε γέννημα, τώρα αυτό το πράγμα φαίνεται αγριότητα, αλλά έτσι ήτανε, μας το πήρε. Αυτός ήταν ο Βουγιουκλάκης.  

  

Τάγματα Ασφαλείας είχατε;  

  

Όχι. Εμείς στο χωριό μου ούτε πλησίασαν Γερμανούς ή Ιταλούς να κρυφοκουβεντιάσουνε, να, να, τίποτα στην Βλαχέρνα. Στην Βλαχέρνα ήταν ένα χωριό που από εκεί βγήκανε εξήντα αντάρτες στον ΕΛΑΣ, εξήντα περίπου, πενήντα επτά, χώρια εμείς οι άλλοι που είμαστε εφεδρικοί σε εφεδρικές υπηρεσίες και περιστασιακά όπου ήτανε μας δίνανε ένα ντουφέκι και ακολουθούσαμε σαν να είμαστε τραυματιοφορείς ή οτιδήποτε. Ενώ το Λεβίδι είχε ταγματασφαλίτες αρκετούς.  

  

Ήτανε κοντά το χωριό το Λεβίδι;  

  

Έξι χιλιόμετρα είναι το Λεβίδι.  

  

Οπότε γνωρίζανε ποιοι είναι. 

  

Αυτοί ήταν στην Τρίπολη. Αυτοί οι ταγματασφαλίτες ήσαν στην Τρίπολη καλυμμένοι, δεν μπορούσαν να είναι στο Λεβίδι, αλλά ξέρανε πρόσωπα και πράγματα.  

  

Αυτοί παίξανε κάποιο ρόλο στο κάψιμο του χωριού;  

  

Βέβαια. Αυτοί κάψαμε πρώτα το Λεβίδι. Όχι αυτοί, οι Γερμανοί, και αυτοί ήτανε. Αμα δεις στο Λεβίδι ποιανών σπίτια κάψανε, γιατί δεν τα κάψανε όλα, κάψαμε 180 σπίτια, καίγανε τα εχθρικά τους σπίτια, δεν καίγανε τα συγγενικά τους. Που ξέρανε οι Γερμανοί να κάψουν εκείνο και να μην κάψουν το άλλο. Στις 30 Απριλίου του 1944 κάψανε 180 σπίτια στο Λεβίδι, εκεί ήταν ταγματασφαλίτες. Και όταν κάψανε το δικό μας χωριό ασφαλώς θα ήσαν εκεί, αλλά.. 

  

Πως στρατολογηθήκατε, πως μπήκατε στο ΕΑΜ και πως ήσασταν εφεδρικός στο ΕΛΑΣ.  

  

Ναι. Ο ΕΛΑΣ ήτανε η περίπτωση στρατού που δεν χρειαζότανε να σου έρθει που υποδουλωθήκαμε. Τότε χρειαζότανε να ακούσεις κάποια φωνή να σου δώσει θάρρος. Ποιος όμως είχε θάρρος να δώσει στους άλλους. Η πατρίδα σκλαβωμένη και υποταγμένη σε δυνάμεις υπέρτατες, οι οποίες μέχρι το 1945 απειλούσανε και αν βρίσκανε την βόμβα οι Γερμανοί να κατακτήσουν όλο τον κόσμο. Ποιος μπορούσε να τολμήσει αυτό το πράγμα, κανένας δεν μπορούσε.  

  

Έλα μου όμως που έρχεται ο Σολωμός ο εθνικός μας ποιητής και λέει: «Το κάθε τι να χάσεις, την χαρά, τα πλούτη, τα βασίλεια, όλα να τα χάσεις τίποτα δεν είναι αν η ψυχή μείνει στητή και ολόρθη». Τίποτα δεν είναι, το λέει ο Σολωμός. «Θωρεί αυτή όλα τα χαλάσματα, η ψυχή, και τα χαλάσματα αγάλια αγάλια ανθίζουν, ανθίζουν ως και τον τάφο». Αυτό λέει ο Σολωμός.  

  

Πως μπήκατε εκεί. 

  

Ναι, θα σας πω. Ήρθανε κάτι παιδιά νέοι, διότι δεν φάνηκε κανένας πολιτικός από τα αστικά κόμματα, κανέναν δεν είδα εγώ να μας δώσει οδηγίες, να μας πει τι να κάνουμε σε αυτή την δύσκολη εποχή, γιατί αυτοί ξέρανε μόνο όταν είναι τα πράγματα εντάξει για να φτιάχνουν και να κάθονται στις καρέκλες τους και στις θέσεις τους. Στη δύσκολη εποχή δεν ήρθε κανένας, ήρθαν μόνο κάτι νέοι έχοντας στο μυαλό τους έστω ουτοπία ή όνειρο και είπανε αυτό που έλεγε ο Σολωμός. Ότι να μείνει η ψυχή στητή και ολόρθη.  

  

Αυτοί οι άνθρωποι ήσαν άνθρωποι που είδαμε καθα οδόν και μετά το γράφει η ιστορία ότι ήταν του Κομουνιστικού Κόμματος, και ήταν προς τιμήν τους, του Σοσιαλιστικού Κόμματος του Σβόλου και της ΕΛΝ του Τσιριμόκου, του Αγροτικού Κόμματος, και μεμονωμένες προσωπικότητες. Αυτούς είδαμε εμείς που ήρθανε και μας μιλούσανε ότι αφού υπάρχει η εστία, υπάρχουν δύο εστίες πολέμου και πολεμάνε στο ανατολικό μέτωπο ο κόκκινος στρατός και στην Αφρική οι Αγγλοι και οι Αμερικάνοι, αφού υπάρχουν αυτές οι εστίες να ξεσηκωθούμε και εμείς να βοηθήσουμε, και έγινε, είχε γίνει, που σε εμάς έφθασε αργότερα, αυτές οι συζητήσεις γίνανε και ιδρύθηκε ο ΕΑΜ. Αυτό είναι σύνθετο.  

  

Όχι απαραίτητα ποιος σας επιστράτευσε, αλλά πως έγινε και μπήκατε εκεί.  

  

Να πως έγινε. Ένα παιδί 18 χρονών στην Βυτίνα ο Ματθαίος Πόταγας συγχρόνως σχεδόν, λες και είχαν συνεννοηθεί με το Σάντα και τον Γλέζο που κατεβάσανε την σημαία από την Ακρόπολη, αυτό το παιδί των 18 χρόνων στην Βυτίνα δεν μπορούσε να συμβιβαστεί στην ιδέα ότι η πατρίδα υποδουλώθηκε, ότι θα ζει σκλάβος. Και κατάμονος μόνος χωρίς να είναι οργανωμένος πουθενά, ούτε είχε παρέα, πήρε το πιστόλι του πατέρα του το γέμισε και πήγε στην θέση Κουτρουμπή αφού έμαθε, μαθεύτηκε στην Βυτίνα ότι θα περάσουν οι Γερμανοί, πήγε στην θέση Κουτρουμπή σε ένα βράχο στην στροφή του δρόμου και όρθιος ο Ματθαίος Πόταγας μόλις ήρθαν οι Γερμανοί άδειασε το πιστόλι στα σιδερένια αυτοκίνητα των Γερμανών. Τι να έκανε δηλαδή.  

  

Σταματήσανε οι Γερμανοί, κάνουν μία κυκλική κίνηση, το πιάσανε το παιδί και του λιώσανε το κεφάλι στο σημείο εκείνο που διάλεξε να στήσει την ενέδρα. Αυτό έκανε ο Ματθαίος Πόταγας. Πώς να το εξηγήσεις τώρα αυτό. Πάλι ο Σολωμός λέει για αυτές τις καταστάσεις, γιατί αυτό θα ένοιωσε ο Πόταγας, «Νοιώθω πατρίδα μου για σε στα σπλάχνα χαλασμό», λέει ο Σολωμός που έζησε την επανάσταση του 1821. Ο δε Ρήγας λέει. «Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή», αυτά που μαθαίνουμε μπλα μπλα έχει νόημα. Ο Πόταγας το είχε μέσα του αυτό και σου λέει θα τους ρίξω με το ντουφέκι. Τι θα κάνω; Θα ζήσω εκείνη την στιγμή που λέει ο Ρήγας. «Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή».  

  

Έχουμε λοιπόν εδώ Γλέζο και Σάντα, τον Λάκη τον Σάντα. Στην Βυτίνα τον Πόταγα. Όταν πάτε στην Βυτίνα θα τον δείτε στην πλατεία, σαν κυπαρίσσι είναι το άγαλμά του, άοπλος.  

  

Πείτε μας λίγο για τον εφεδρικό ΕΛΑΣ τι ήταν και πως λειτουργούσε. 

  

Αυτά τα πράγματα ήσαν οι σπινθήρες για να αρχίσει να γίνεται στρατός για τον ΕΛΑΣ. Δεν σου ερχότανε καμία πρόσκληση, δεν σου ερχόταν τίποτα, μοναχός σου ήσουνα, μοναχός αποφάσιζες και με κάποιο φίλο σου αποφάσιζες και έβγαινες στο βουνό. Βγήκανε κάποιοι οι πρώτοι και όχι ότι στρατολογούσανε, αλλά ξέραμε ότι στο βουνό στο Χελμό είναι ο Μίχος ο Σμήναρχος.  

  

Εσείς τι κάνατε, πήγατε;  

  

Όχι στον ΕΛΑΣ δεν πήγα, ήμουνα στο εφεδρικό ΕΛΑΣ και όταν χρειαζότανε πηγαίναμε εμείς σε επιχειρήσεις που ήθελαν να κάνουνε. 

  

Είχατε και ένα ψευδώνυμο;  

  

Διακρίνονται αριστερά προς τα δεξιά ο Γιώργος Κονταλώνης, επιτελάρχης της 3ης Μεραρχίας, ο Στέφανος Γκιουζέλης, διοικητής, και ο Κώστας Μπασακίδης, διευθυντής του γραφείου επιχειρήσεων

Όχι εγώ δεν είχα, αυτοί οι μεγάλοι είχανε. Έτσι έγινε ο ΕΛΑΣ χωρίς στρατολογία και έφθασε να γίνει στρατός 90.000 στρατός, εγώ μιλάω όμως για τον.. Δεν θα έπρεπε οι αξιωματικοί τότες, που αυτό ήταν το επάγγελμά τους, να βγούνε αυτοί στο βουνό; Γιατί  να είμαι εγώ να με διατάζει εκεί πέρα και να με καθοδηγεί ένας δικηγόρος, ένας δάσκαλος, ένας καθηγητής, και να μην είναι εκείνος που ήταν σπουδαγμένος, τον είχε σπουδάσει η πατρίδα.  

  

Ξέρετε τι έγινε με τους αξιωματικούς; Οι αξιωματικοί τους κάνανε εισπράκτορες της Δεκάτης, ο Τσολάκογλου ο Στρατηγός, ο Πρωθυπουργός. Εξευτελισμός δηλαδή. Εισπράκτορες της Δεκάτης. Μαζεύανε δηλαδή την Δεκάτη από τον κόσμο, την οποίαν Δεκάτη την έπαιρναν η Νομαρχία. Αυτά κάνανε και μετά οι αξιωματικοί τους μαζέψανε γύρω από την Ομόνοια στα ξενοδοχεία στο Μπάγκιον και λοιπά, και τους είχανε εφεδρικούς για αργότερα. Ήταν πια τα σχέδια των Αγγλων. Ο ΕΛΑΣ θέριεψε, μεγάλωσε χωρίς όπλα, δεν είχε όπλα, ψυχή είχε, τα όπλα που είχε ήτανε γερμανικά, ιταλικά, τσέχικα.  

  

Εσείς είχατε όπλα;  

  

Εμείς είχαμε στο σχολείο στο μπουντρούμι κάτω του σχολείου είχαμε καμιά δεκαριά όπλα. Σακαράκες δηλαδή, αλλά νομίζαμε ότι ήτανε, πηγαίναμε τα καθαρίζαμε, ζεσταίναμε, καίγαμε το λάδι. 

  

Τα χρησιμοποιήσατε;  

  

Πως, έγινε μάχη. Δεν έγινε μάχη στο χωριό μας;  

  

Πείτε μου για την μάχη.  

  

Αργότερα. Η μάχη, γινόντουσαν τότε μεγάλες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των Γερμανών το 1944. Οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις οι οποίες είχαν σκοπό να περιορίσουν τους αντάρτες και να τους διαλύσουνε, όχι να τους διαλύσουν να τους εξαφανίσουν, αλλά να χάσουν την συνοχή τους με το κυνηγητό αυτό, και βγήκανε από την Κορινθία, από την Πάτρα, και από την Τρίπολη μηχανοκίνητες φάλαγγες και πεζοπόρα τμήματα την άνοιξη του 1944. Και κάνανε μία εκκαθάριση της βόρειας Πελοποννήσου και μετά θα γυρίζανε κάτω. Φθάνανε δέκα χιλιόμετρα περίπου κάθε μέρα, φθάσανε στο Λεβίδι.  

  

Δεν γίνεται έτσι. Μέχρι να αρχίσουμε να σας ρωτήσω, ο Χάρβεϊ Κλίφτον ποιος ήτανε. Χάρβεϊ Κλίφτον γράφετε κάπου στο βιβλίο σε ένα περιστατικό.  

  

Αυτός είναι δεν ξέρω. Ο Παπαγεωργίου όμως ο Θανάσης που περιγράφει την μάχη ήταν φίλος μου από το χωριό μου καθηγητής φυσικομαθηματικός ο Θανάσης και τον είχε φίλο και συναγωνιστή.  

  

Ήτανε ψευδώνυμο;  

  

Όχι, το όνομά του. Δεν ξέρω.  

  

Πάμε πάλι στην μάχη της Βλαχέρνας.  

  

Βρισκόμαστε το 1944 την άνοιξη που γίνονται μεγάλες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις, μεγάλες. Φθάνουν οι Γερμανοί στο Λεβίδι και εγκαθίστανται στο Λεβίδι. Πόσοι ήτανε; Ήταν ένα τάγμα ας πούμε, αλλά μέχρι την Τρίπολη ήσαν και άλλες δυνάμεις. Το 1944 είχανε φύγει από τα χωριά οι Γερμανοί, Βυτίνα που είχανε εγκατασταθεί σε διάφορα κεφαλοχώρια και ερχόντουσαν πια σε ένα έδαφος το οποίο ήταν ανταρτοκρατούμενο.  

  

Ήρθαν στο Λεβίδι οι Γερμανοί και ερχόντουσαν με μοτοσικλετιστές πρώτα, οι μοτοσικλετιστές κάνανε ανίχνευση και γυρίζανε πίσω. Οι αντάρτες είδανε τις κινήσεις τους αυτές ότι μικρή δύναμη ανίχνευε μπροστά και ότι αυτοί μπορούσανε να την προσβάλουνε, διότι δεν είχαν οι αντάρτες πολλά πολεμοφόδια για να πολεμήσουν, να καθίσουν και να πολεμήσουν επί ώρες και περιμένανε ευκαιριακά πάντοτε ή με ενέδρα ή κάποια μεμονωμένη μικρή δύναμη, όχι μεγάλη.  

  

Ήρθαν στο χωριό από το βράδυ στις 18 Ιουλίου του 1944 ήρθε μία διμοιρία ανταρτών να στήσει ενέδρα στο χωριό, κάτω δηλαδή στις παρυφές του χωριού κάτω στο δημόσιο δρόμο και να περιμένει τους ποδηλατιστές που θα ερχόντουσαν την άλλη μέρα να τους απασχολήσει. Το χωριό είχε εκκενωθεί. Όλοι είχαμε φύγει στο Μαίναλο, γιατί μέσα στο Μαίναλο είναι το χωριό, όλες οι οικογένειες ήταν μέσα στα φαράγγια του Μαινάλου.  

  

Ήρθαν οι αντάρτες, ήμουνα εκεί και είχαμε το τηλέφωνο, το πιο προχωρημένο τηλέφωνο προς την Τρίπολη της Βλαχέρνας το δικό μας. Εμείς είμαστε νέοι Επονίτες, εφεδρολασίτες, και δίναμε πληροφορίες κάτω. Το δίκτυο ήταν απαρχαιωμένο το τηλεφωνικό. Ανοιγες την γραμμή και ακουγότανε όλα τα χωριά κάτω, όλες όπου είχε τηλέφωνο κανένας.  

  

Θυμάμαι εκείνο το βράδυ ένας γέρος, όχι πολύ γέρος, γιατί τότες ήτανε αυτό το πράγμα να εμποδίσουνε μερικοί θέλανε να εμποδίσουν τους αντάρτες να μην κάνουνε κάτι κοντά στο χωριό, διότι θα είχε αντίποινα. Ο γερο Πέτρος λέει μην κάνετε αυτό το πράγμα εδώ. Ο καπετάνιος της διμοιρίας του λέει, γέρο, άφησέ με, εγώ έχω πάρει διαταγή, θα κάνω ότι μου λέει η διαταγή, εσένα θα ακούσουμε; Τίποτα. Τέλος πάντων δεν μπορούσε να ακούσει ο καπετάνιος.  

  

Πράγματι στήσανε ενέδρα με ένα πολυβόλο με τα ατομικά όπλα αυτών των 25 ανδρών που ήτανε η διμοιρία. Ο καπετάνιος είχε και το πιστόλι του και αν είχε και από δυο τρεις χειροβομβίδες. Το πρωί μόλις φώτισε που ήρθαν οι Γερμανοί οι ποδηλατιστές τους βάλανε κατεβήκανε από τα ποδήλατα και ώσπου να οργανωθούνε και αυτοί πίσω προς το Λεβίδι με κανόνια ή όλμους να βάλλουνε στο σημείο εκείνο της ενέδρας, είναι κοντά το σχολείο εκεί, κανονιές.  

  

Οι αντάρτες βέβαια φύγανε. Οι Γερμανοί ήρθανε, το θεωρούσαν προσβολή το ό,τι οι ληστές, έτσι τους λέγανε, βάλλανε σε στρατιώτες Γερμανούς. Κυκλώσανε το χωριό και επιδοθήκανε να το κάψουν. Είδατε τώρα πρόσφατα τις φωτιές αυτές εδώ στην Πάρνηθα, αυτό είδαμε εμείς στο χωριό μας. Είμαστε πάνω στις ράχες των βουνών και βλέπαμε να καίγεται το χωριό μας. Όλοι οι κόποι, ό,τι για να φτιάξεις ένα σπίτι πόσο θέλεις χρόνια, αιώνες, το φτιάξανε οι παππούδες μας, τα καίγανε. Βλέπαμε τους καπνούς, αρχίσανε από την πάνω μεριά και κατεβαίνανε κάτω δεν αφήσανε τίποτα, ούτε το σχολείο. Και το σχολείο το κάψανε. Ένα γέρο τον σκοτώσανε, τον εκτελέσανε δηλαδή, χαλάσανε σφαίρα για τον γέρο των 80 χρόνων τον γέρο Τρύφωνα τον Κατσούλη, τον σκοτώσανε.  

  

Είχε μείνει κόσμος στο χωριό;  

  

Όχι. 

  

Μόνο οι ανήμποροι; 

  

Μόνο οι ανήμποροι. Ο γέρο Λολώνης άλλος γέρος που ήταν κατάκοιτος κάηκε, βγήκε στο χαγιάτι φαίνεται και πέσανε. Τον είχαν φέρει επάνω σε μία καπότα, κάπα, στο προαύλιο της εκκλησιάς, μόνο η εκκλησιά γλίτωσε. Από τα 186 σπίτια τέσσερα σπίτια μόνο δεν καήκανε, αυτά τους στράβωσε ο καπνός φαίνεται δεν τα είδανε ή δεν είχανε μέσα καύσιμη ύλη, δηλαδή άχυρα, ξύλα αυτά τα σπίτια, αυτά γλιτώσανε, όλα τα άλλα καήκανε. Και για αυτό και με τους σκοτωμένους που είχε το χωριό μου γενικά στην αντίσταση έχει χαρακτηριστεί με Προεδρικό Διάταγμα η Βλαχέρνα μαρτυρικό χωριό.  

  

Αυτό το είδαμε. Για μας τους νέους μπορεί να πει κανείς δεν ήταν τόσο φοβερό αυτό το πράγμα όσο για τους ηλικιωμένους. Οι μεγάλοι τους στοίχισε αυτό, πεθάνανε με αυτόν τον καημό.  

  

Εσείς μετά τι κάνατε το ξανακτίσατε, τι είδατε μετά;  

  

Εμείς τότε για να καταλάβετε δεν ήταν έτσι όπως τώρα οι καταστάσεις, τα παιδιά των 15 χρόνων είχαν μυαλό 20. Αυτά τα 20 χρόνων είχαν μυαλό 25. Δηλαδή μεγαλώσαμε απότομα, έπρεπε να αναλάβουμε τις ευθύνες.  

  

Αυτά γίνανε στις 19 Ιουλίου του 1944 που εξαφανίστηκε το χωριό. Είχανε κατά τον Απρίλη μήνα, είχανε κάψει εφτά σπίτια ανταρτών στο χωριό και σε άλλα χωριά, στην Καμινίτσα, στην Παναγίτσα, είχαν κάψει σπίτια ανταρτών τότε που κάψανε το Λεβίδι. Τα 180 σπίτια του Λεβιδίου, όχι όλα, γιατί το Λεβίδι είχε 500 σπίτια.  

  

Τι κάνατε, γυρίσατε εσείς πίσω στο χωριό;  

  

Εμείς γυρίσαμε στο χωριό, το χωριό βρώμαγε από τα αποκαΐδια, γυρίσαμε την άλλη μέρα. Φύγανε αυτοί, πήγανε προς τα Καλάβρυτα οι Γερμανοί, εμείς γυρίσαμε, είδαμε την φοβερή κατάσταση που ήταν στο χωριό, τίποτα δεν κάναμε. Οι Γερμανοί κάνανε επιχειρήσεις.  

  

Που μείνατε το βράδυ.  

  

Έξω, σαν αγρίμια ήμασταν. Έξω στο βουνό. Όλο το χωριό γυναίκες με μικρά παιδιά, εκεί ήταν το δράμα. Έχω από τα μητρώα, τα μητρώα του χωριού, που καήκανε βέβαια, αλλά τα πήραμε μετά από την Τρίπολη, και τα έχω σημειώσει στο βιβλίο μου. Αναφέρομαι πόσα παιδιά ήσαν από πέντε χρονών και κάτω μέχρι που θέλανε βυζί. Αυτά τα είχανε οι γυναίκες οι μανάδες στην αγκαλιά.  

  

Και τι κάνατε, είχατε φτιάξει κατασκηνώσεις; 

  

Τίποτα, πρόχειρα πράγματα.  

  

Για πόσο καιρό; 

  

Μέχρι που ήρθανε από τις 19 Ιουλίου που κάψανε το χωριό, αλλά και πρωτύτερα το είχαμε εγκαταλείψει το χωριό, πρωτύτερα. Μέχρι τέλος Ιουλίου που φύγανε οι Γερμανοί ήρθανε και σκοτώσανε και από το χωριό μας και από άλλα χωριά. Στις 29 Ιουλίου σκοτώσανε τον πατέρα μου, τον παππού μου, τον πρώτο ξάδελφό μου, τον ειρηνοδίκη του Λεβιδίου και φύγανε, πάνε στο διάολο. Τότε γυρίσαμε, τότες φύγανε δεν ξαναγυρίσανε πάλι στο χωριό και τότε αρχίσαμε να σκεπτόμαστε να διορθώσουμε ή να φτιάξουμε κάτι από καμένα. Αλλά η καταστροφή ήταν μεγάλη λόγω της μεγάλης θερμοκρασίας με το κάψιμο και είχαν καεί και οι πέτρες, είχαν σκάσει. Έπρεπε να φτιάξουμε ασβέστη, να τα κτίσουμε, να γίνουμε κτίστες, να γίνουμε σοβατζήδες. Οι μαστόροι οι πέντε έξι που ήταν στο χωριό φτιάχνανε τα δικά τους σπίτια και ότι εργαλεία είχανε κάνανε τα δικά τους σπίτια και μετά των αδελφών τους. Για μας, εμείς έπρεπε μόνοι μας να κάνουμε όλες τις δουλειές και κάναμε όλες τις δουλειές.  

  

Εγώ ήμουνα τότες 20 χρονών και με άλλα έξι αδέλφια μικρότερα και την μάνα μου χήρα, χήρα 44 χρονών. Τώρα 44 χρονών παντρεύονται. Και έπρεπε να αναλάβω όλες τις ευθύνες. Επειδή είχε σκοτωθεί ο πατέρας μου και ο παππούς μου και ο ξάδελφός μου ερχόντουσαν το βράδυ το απόγευμα ερχόντουσαν οι συγγενείς παρηγοριά με φαγητό, αλλά δεν είχαμε σπίτι, ούτε πιάτα, ούτε τίποτα. Στο αλώνι λοιπόν στρώναμε τραπέζι κάτω.  

  

Μου λέει ένας μπάρμπας μου. Μου λέει «έλα εδώ εσύ, ρε μεγάλε», μεγάλε όχι με την έννοια που λέμε τώρα μεγάλε, μεγαλύτερε, πήγα εκεί μου λέει «άκουσε, τα κλάματα θα τα αφήσουμε για τις γυναίκες τώρα, εσύ θα ανασκουμπωθείς και ότι κάνουν οι άλλοι θα κάνεις να μπορέσεις να φτιάξεις το σπίτι γιατί έρχεται χειμώνας. Τα μικρά παιδιά να είναι στα γίδια και στα πρόβατα και θα τα βοηθάνε οι άλλοι οι μεγάλοι. Τελείωσε, ούτε ο πρώτος είσαι, μου λέει, ούτε ο τελευταίος. Αυτά μου είπε ο μπάρμπας.  

  

Μετά ήρθε η απελευθέρωση τον Οκτώβριο, κανένας μα κανένας δεν ήρθε να μας δει, κανένας. Νομάρχης δεν ήσανε, υπουργοί δεν ήσανε. Ήρθε ο Παπανδρέου, ήρθε από το Σκόμπι το στρατηγό. Δεν ήρθε. Βέβαια δεν είχε η πατρίδα τότε να δώσει τίποτα, τι, δεν είχε. Αλλά συλλυπητήρια δεν είχαν να μας δώσουνε; Ούτε συλλυπητήρια δεν μας δώσανε. Ό,τι φτιάχναμε το φτιάξαμε μόνοι μας.  

  

Κάτι από όλα αυτά που σας κατέστρεψαν οι Γερμανοί;  

  

Η Βλαχέρνα κάηκε βέβαια, έτσι, αλλά είναι σεμνή, υπάρχουν και Καλάβρυτα μπροστά της. Υπάρχουν και Δίστομο, υπάρχει και Χορτιάτης και βλέπουμε τις κινήσεις που κάνουν για αποζημιώσεις. Εμείς κάναμε απλώς αιτήσεις και λέμε ότι έχουμε αυτή, αυτή, καταγραφή δηλαδή των καταστροφών που μας κάνανε οι Γερμανοί. Μας κάψανε τα σπίτια, τα καλύβια, τα μαντριά.  

  

Αλλά δεν έχετε διεκδικήσει. 

  

Όχι τα έχουμε αυτά τα πράγματα τα έχουμε δώσει στο κράτος. Τότε μόνο ο δεσπότης ήρθε ο Αντώνιος, ο Ηλίας Αντώνιος ήρθε στο χωριό τότες. Ο δεσπότης αυτός ήτανε ο μοναδικός, όχι ο μοναδικός, ήτανε και ο Ιωακείμ Κοζάνης που ήταν αντάρτης δεσπότης και ο Αντώνιος, ο Ηλίας Αντώνιος ήρθε στο χωριό μας, ο Ηλίας Αντώνιος να μας δώσει παρηγοριά που είμαστε καμένοι. Ήμουνα εκεί εκείνη την βραδιά, ήτανε συγκινητική εκείνη η βραδιά. σε ένα μουλάρι καβάλα με μαυροσκούφηδες ήρθε και βγήκε στην ωραία πύλη, καμπάνες κτυπούσανε, ο Παπασταμάτης τον προσκύνησε, ήτανε συγκινητικό. Έπεσε κάτω και του φίλησε τα πόδια. Μπήκε μέσα ο δεσπότης στην ωραία πύλη και μίλησε αφού έκανε μία ευχή που κάνουν οι παπάδες μίλησε και λέει, είμαι δίπλα, τα θυμάμαι, γιατί μου κάνανε εντύπωση, σύμφωνα με τους νόμους που θα φτιάξει η πατρίδα μας.  

  

Ο πάτερ Ανυπόμονος είναι από το Αγριδάκι της Γορτυνίας. Από το χωριό μου, φαίνεται το χωριό του. Δεν υπάρχει τίποτα τώρα εκεί χωριό. Αυτός ήταν παιδί ενός που είχε πάρει γυναίκα την δεύτερη γυναίκα από το χωριό μου. Ήταν μητριά του δηλαδή αυτή η γυναίκα από το χωριό μου.  

  

Ο Ανυπόμονος ήταν αρχιμανδρίτης, ηγούμενος ήταν πάνω, τελευταία τώρα ήταν στην μονή Αγάθωνος που είχα πάει και τον είχα επισκεφθεί. Τότε βγήκε στο βουνό. Βγήκε και ήταν στον ουλαμό, τον έφιππο ουλαμό του ʼρη του Βελουχιώτη του πρωτοκαπετάνιου του ΕΛΑΣ και είχε το ψευδώνυμο ο Ανυπόμονος.  

  

Ξέρουμε γιατί;  

  

Ναι. Όπως έλεγε γιατί τους λέει, βρε συναγωνιστές, εσείς έχετε όλοι παρατσούκλια ψευδώνυμα, εμένα πότε, τον λέγανε «ο παπάς», «ο παπάς», το είπε μια, δυο, τρεις, τέσσερις φορές, και μετά ένας αντάρτης εκεί που καθόταν πιο πέρα, έλα μωρέ, του λέει, ανυπόμονος είσαι πια του λέει, θα σου βγάλουνε και σένα. Λέει ο ʼρης, Ανυπόμονος. Και τον βγάλανε Ανυπόμονο. Πράγματι έτσι ήτανε και ο χαρακτήρας του.  

  

Αυτός τι έγινε μετά. 

  

Μετά τράβηξε πολλά, πόσα δεν ξέρω. Έγραψα γράμμα στον τωρινό, είχα πάει μαζί με την γυναίκα μου και τον είδαμε στην μονή Αγάθωνος που την ανακαίνισε την έφτιαξε με έναν τρόπο, ενώ είχε ερειπωθεί και όπως γράφω στο βιβλίο μου λες και πέρασε ο Πικιώνης από κει. Διότι έβαλε αρχιτέκτονες και την φτιάξανε την Μονή Αγάθωνος.  

  

Τον κυνηγήσανε, ο δεσπότης τότε λες και τον εξόριζε, τον πήγαινε εκεί, τον πήγαινε αλλού. Όπου πήγαινε έκανε έργο και αυτοί δεν θέλανε να κάνει έργο.  

  

Γιατί είναι και λίγο αντιφατικό παπάς με τους αντάρτες.  

  

Ναι, παπάς, αντάρτες και λοιπά.  

  

Πως τα συνδύαζε;  

  

Τα συνδύαζε, ήτανε και στην φωτογραφία του το λέει. Όταν φορούσα το σταυρό λέει, όταν φορούσα το όπλο, το λέει, το γράφω στο βιβλίο, γιατί το λέει αυτός, το φορούσα το όπλο όπως φορούσα το σταυρό. Γιατί παπάς δεν ήταν ο Παπαφλέσσας; Ο Διάκος δεν ήταν διάκος;  

  

Να σας ρωτήσω κάτι. Πριν από το ολοκαύτωμα και νομίζω να τελειώσουμε με αυτή την ερώτηση, όλο αυτό τον καιρό που ήσασταν εφεδρικός ΕΛΑΣ η ζωή στα χωριά πως κυλούσε μέχρι να πάτε στο Μαίναλο, αφήσατε το χωριό δηλαδή. 

  

Τώρα που έχουν περάσει τόσα χρόνια και εγώ κάτι φορές απορώ. Απορώ πότε βρίσκαμε ευκαιρία και σπέρναμε. Πότε βρίσκαμε ευκαιρία και σκαλίζαμε. Πότε βρίσκαμε ευκαιρία και θερίζαμε. Πότε αλωνίζαμε, γιατί οι επιδρομές των Γερμανών εμείς είμαστε πάνω στο δημόσιο δρόμο ήσανε συνέχεια, η καμπάνα, η μεγάλη η καμπάνα κτύπαγε συνέχεια συναγερμό. Επάνω στο βουνό αγνάντια προς το Λεβίδι το λέμε Τσούμπα, εκεί είχαμε μόνιμο φυλάκιο. Κάθε 24ωρο πήγαινε ήσαν δύο εκεί πέρα και αυτοί βλέπανε το δρόμο προς το Λεβίδι. «Γερμανοί, Γερμανοί». Στο τηλέφωνο ήτανε άλλος τηλεφωνητής και ειδοποιούσε και έφευγε ο κόσμος. Αυτό γινότανε φεύγαμε ερχόμαστε. Είχαμε συνηθίσει αυτό στο να φεύγουμε και να ξαναγυρίζουμε.  

  

Εσείς που είχατε γνωρίσει και τους Ιταλούς και τους Γερμανούς ποιοι ήταν χειρότεροι.  

  

Οι Ιταλοί δεν ήτανε, οι Ιταλοί κλεφτρόνια ήταν εκεί πέρα, έτσι αρπάζανε κατσίκια, πρόβατα, μας σακατεύανε με αυτό το πράγμα, αλλά δεν είχαν αυτή την σκληράδα. Οι Γερμανοί κάνανε τάχα ότι δεν καταδέχονται να πάρουν αρνί ή κατσίκι, αλλά κατεχόντουσαν να σκοτώνουν όμως.  

  

Μάλιστα. Σας ευχαριστούμε πάρα πολύ. Δεν ξέρω εάν θέλετε να προσθέσετε κάτι άλλο εσείς.  

  

Θα δούμε. Για την πείνα είπαμε. Η πείνα επειδή μας τα αρπάξανε όλα, από τρόφιμα δηλαδή αρπάξανε ό,τι βρίσκανε. Ο Γκέιγκ ο υπαρχηγός του Ράιχ είχε μια διαταγή και, για την πείνα που λέμε. Αξίζει τον κόπο να σας την διαβάσω.  

  

Λέει λοιπόν προς τους αρμοστές και διοικητές στις διάφορες περιοχές. Λέει βαρέθηκα να σας ακούω να λέτε ότι στις περιοχές που ήρθε οι άνθρωποι πεθαίνουν από την πείνα. Δεν μου καίγεται καρφί εάν πεθαίνουν. Δεν σας στείλαμε εκεί για να ζήσετε αυτούς τους ανθρώπους, δεν μου καίγεται καρφί αρκεί να μην πεθαίνει κανένας Γερμανός. Σας στείλαμε εκεί για να αρπάζετε ό,τι βρείτε, ό,τι μπορείτε.  

  

Το έχω αυτολεξεί δηλαδή καταχωρήσει εδώ. Το έχω αυτολεξεί και εδώ έχω και κάτι κόψανε χαρτονομίσματα, δεν έχω μάρκα, κόψανε μάρκα ψεύτικα, ούτε υπογραφή δεν βάζανε, και με αυτά αγοράζανε από εμάς τα αγαθά. Αυτά είναι μια δραχμή της κατοχής. Τούτο είναι διακόσια, δύο χιλιάδες, εκατομμύρια. Δηλαδή με τούτο ούτε ένα αυγό δεν έπαιρνες. Αυτά είναι τα λέγαμε ράλικα. Τα λέγαμε ράλικα ή μαρουλόφυλλα, γιατί δεν είχανε καμία αξία.  

  

Και στο τέλος να μην το ξεχάσουμε και αυτό, μας φυλάγανε το Δεκέμβρη. Το Δεκέμβρη μας φυλάγανε. Εμείς ο ΕΛΑΣ και το ΕΑΜ πολέμησε τίμια, αλλά δεν είχαν πείρα, ούτε ξέρανε από μανούβρες και από τερτίπια, κόλπα που ξέρανε οι παλιοί πολιτικοί και προπαντός οι Εγγλέζοι. Και για αυτό οδηγηθήκαμε σε καταστάσεις να μπλέξουμε. Η γενιά μου υπέφερε.  

  

Βέβαια ήμασταν τυχεροί κατά τούτο, ότι ζήσαμε μία ένδοξη εποχή, με πολλά θύματα όμως, γιατί η Εθνική Αντίσταση έχει δύο πόλους. Έχει ο ένας πόλος είναι η τραγικότητα και οι δύσκολες, οι απερίγραπτες καταστάσεις που ζήσαμε. Και ο άλλος πόλος είναι ο ηρωισμός της γενιάς της δικής μου που αντιμετωπίσαμε αυτή την κατάσταση. Και εσείς να ήσαστε τότε το ίδιο θα κάνατε, δεν θα κάνατε διαφορετικά. Δεν είναι δηλαδή, δεν είναι ημίθεοι εκείνοι οι νέοι, αλλά αναγκαστήκανε από τις συγκυρίες να φερθούνε με αυτόν τον τρόπο.Το τίμημα ήταν βαρύ. Χιλιάδες νεκροί, χιλιάδες. Και στο τέλος έκλεισε όλος ο κύκλος για να αρχίσει βέβαια ο άλλος του εμφυλίου, έκλεισε με την βόμβα. Την βόμβα στην Χιροσίμα για μας την ρίξανε, για όλο τον κόσμο, για να τρομοκρατήσουν τον κόσμο. Διότι η αίγλη του κόκκινου στρατού που έφερε σε πέρας αυτόν τον αγώνα εναντίον του ναζισμού έπρεπε κατά έναν τρόπο να εξουδετερωθεί και διαλέξανε αυτό το πράγμα. Την βόμβα δεν την ρίξανε σε έναν εχθρό οπλισμένο, στον κόσμο την ρίξανε και στην Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι. 

  

 

Τα κείμενα που δημοσιεύονται αποτελούν την ακριβή απομαγνητοφώνηση των συνεντεύξεων, χωρίς καμία επεξεργασία.

 

 

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ  ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ 13.12.09:

ΟΙ ΜΑΧΕΣ ΣΤΟΝ ΓΡΑΜΜΟ ΚΑΙ Η ΧΡΗΣΗ ΒΟΜΒΩΝ ΝΑΠΑΛΜ

Εκτύπωση E-mail
 
Όταν η δημιουργική λογοτεχνία προηγείται της ιστορικής έρευνας
ΣΤΡΑΤΗΣ ΧΑΒΙΑΡΑΣ -THE HEROIC AGE
 Του Βασίλη Κουνέλη


Στο εργαστήρι δημιουργικής γραφής του ΕΚΕΒΙ ο διδάσκων μυθιστόρημα συγγραφέας Στρατής Χαβιαράς επεσήμανε επανειλημμένα στους μαθητές του την ανάγκη κατάκτησης και τεκμηρίωσης του θέματος κάθε αφηγήματος, ούτως ώστε, της αποκάλυψης των ιστορικών, κοινωνικών και πολιτικών πλευρών του να έχει προηγηθεί εξαντλητική έρευνα.

Προς επίρρωση των συλλογισμών του αναφέρθηκε στην κριτική που είχε υποστεί το 1984 περίπου από Άγγλο δημοσιογράφο για την αναφορά του στο βιβλίο του THE HEROIC AGE (Simon & Schuster, New York, 1984) στην χρήση βομβών ναπάλμ στον ελληνικό εμφύλιο κατά την τελευταία φάση των συγκρούσεων του έτους 1948 στην περιοχή του Γράμμου κυρίως. Για την αναφορά αυτή στο βιβλίο του, (σελ. 109) ο συγγραφέας Στρατής Χαβιαράς είχε λάβει στοιχεία από το Αμερικανικό Πεντάγωνο – μέσω του Government Documents Division, Harvard College Library (“Πρότζεκτ Νο AU-411-62-ASI The Employment of Airpower in the Greek Guerilla War, 1947-1949, By Concepts Division Aerospace Studies Institute”).
Οι σκέψεις αυτές του Στρατή Χαβιαρά ήρθαν στο μυαλό μου κατά την παρακολούθηση της ταινίας -ιστορικού δράματος του Παντελή Βούλγαρη «ΨΥΧΗ ΒΑΘΙΑ». Στην σκηνή της ταινίας κατά την οποία ανακοινώνεται από τον αντιστράτηγο Van Fleet στους Έλληνες επιτελείς η απόφαση για χρήση βομβών ναπάλμ εναντίον των δυνάμεων του δημοκρατικού στρατού το “Nowhere else”, δηλ. την απάντηση του Van Fleet την ξεστόμισα, αναθυμούμενος την αφήγηση Σ. Χαβιαρά πριν από τον Αμερικανό επικεφαλής που απαντώντας στην σχετική ερώτηση: «που έχει χρησιμοποιηθεί έως τότε (1948) το (τότε) υπερόπλο ναπάλμ;» απάντησε: «πουθενά»!
Περαιτέρω παραθέτω το απόσπασμα από το βιβλίο του Στρατή Χαβιαρά σε μετάφραση:
«Καθ’ όλη την διάρκεια των επιχειρήσεων του 1948 και στις χειμερινές επιχειρήσεις οι Ηνωμένες Πολιτείες και Βρετανοί στρατιωτικοί σύμβουλοι μελέτησαν τη αποτελεσματικότητα του από αέρος πολέμου. Αυτοί όπως επίσης η Ελληνική Βασιλική Αεροπορία αναγνώρισαν την αναγκαιότητα ενός αεροσκάφους ικανού για τη μεταφορά μεγαλύτερων φορτίων βομβών. Τον Μάρτιο του 1949 οι μελέτες τους και περαιτέρω εντατικές έρευνες οδήγησαν στην απόφαση του Ιουνίου να αποκτήσουν 40 αεροσκάφη SB2C-5 Helldivers από το Ναυτικό των Ηνωμένων Πολιτειών για χρήση στον πόλεμο. Μια άλλη τακτική για βελτίωση της πολεμικής αποτελεσματικότητας των αεροσκαφών υπήρξε η χρήση των ναπάλμ. Μετά από επιτυχή μελέτη η διεύθυνση επιχειρήσεων JUSMAPG (σ.σ Στην ευθύνη της JUSMAPG περιλαμβάνονταν η διεύθυνση, ο σχεδιασμός και ο συντονισμός των ελληνικών επιχειρήσεων, η κατάρτιση, και η υλικοτεχνική και λογιστική υποδομή). Επικεφαλής της τέθηκε στις αρχές  του 1948 ο στρατηγός Van Fleet και de facto τέθηκε επικεφαλής και του Ελληνικού Εθνικού Στρατού, «σελ.. 67  Η εξέλιξη των ειδικών δυνάμεων στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας: βρετανική και αμερικανική J. Paul de B. Taillon») πίστεψε πως ήταν υπερβολικά δυσάρεστο για την Ελληνική Βασιλική Αεροπορία να χρησιμοποιήσει ναπάλμ εναντίον εχθρικών στόχων. Οι Ηνωμένες Πολιτείες παρείχαν μια εξαμελή ομάδα ανδρών προκειμένου να εκπαιδεύσει την Ελληνική Βασιλική Αεροπορία στον ορθό και αποτελεσματικό χειρισμό του όπλου με τις προδιαγραφές του  SPITFIREκαι η δουλειά άρχισε τον Μάϊο του 1948. Η πρώτη επιτυχής φόρτωση δοχείου (βαρελιού-βομβας) ναπάλμ σε SPITFIRE συνέβη στα μέσα Σεπτέμβρη του 1948. Μερικοί πιλότοι της ελληνικής βασιλικής αεροπορίας αρνήθηκαν να μεταφέρουν αυτόν τον τύπο όπλου και πολλοί Έλληνες αρνήθηκαν την χρήση του κατ’ αρχάς. Εντούτοις περιορισμένη χρήση ναπάλμ ξεκίνησε το καλοκαίρι του 1948, ήταν όχι πολύ αργότερα το 1948 που άρχισε να αντικαθιστά άλλους τύπους πολεμικού υλικού.»
Ο σκηνοθέτης Παντελής Βούλγαρης δεν αναφέρει στις πηγές του τον συγγραφέα Στρατή Χαβιαρά, παρότι ισχυρίζεται ότι προέβη σε υπερδεκαετή έρευνα για το θέμα του, πλην όμως μια αναζήτηση στο διαδίκτυο με τις λέξεις grammos – napalm θα οδηγούσε αμέσως στον συγγραφέα. Ενδεικτικά:
1. Encyclopedia of modern Greek literature – Αποτέλεσμα Google Books
 από Bruce Merry – 2004 – Literary Criticism -515 σελίδες
In The Heroic Age (1984) by Haviaras, government forces mop up these partisans by using napalm. …
books.google.gr/books?isbn=0313308136…
Σε ραδιοφωνική του συνέντευξη στον FLASH 9,61 ο Παντελής Βούλγαρης αναφέρει ως πηγή του για την ταινία του και παραπέμπει στην 16τομη συλλογή «Αρχεία Εμφυλίου Πολέμου» της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού, έκδοση μόλις του έτους 1998 (Εδώ το υπερδεκαετές της έρευνας δεν φαίνεται να καλύπτεται!). Η ίδια πηγή (Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, 1998) αποτελεί και την βασική πηγή του ιστορικού  Γιώργου Μαργαρίτη και του σημαντικού πρόσφατου έργου του «Ιστορία του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου 1946-49» εκδόσεις Βιβλιόραμα, όσον αφορά την χρήση Ναπάλμ στην τελική φάση της εμφύλιας σύγκρουσης. Ο Γ. Μαργαρίτης αναφέρει ως πηγή του για την χρήση ναπάλμ στον Γράμμο (ίδε σελ. 44 τ B΄) και το βιβλίο  του Jones Howard, ‘’A new kind of war’’, που εκδόθηκε στην Νέα Υόρκη το 1989. Και ο ιστορικός φέρεται να αγνοεί την προηγηθείσα έρευνα και αναφορά του συγγραφέα Σ. Χαβιαρά, καίτοι η σοβαρότητα του θέματος (της χρήσης ναπάλμ) ως προς την τελική έκβαση της εμφύλιας σύγκρουσης επιτάσσει την εξαντλητική έρευνα. Στο σημείο αυτό δεν βοηθά βεβαίως την αναζήτηση η εξάντληση της ελληνικής έκδοσης των «Ηρωικών Χρόνων» του Στρατή Χαβιαρά. Από ότι φαίνεται το δαιμόνιο και η επιμονή του Χαβιαρά για την τεκμηρίωση του θέματος του προηγήθηκαν όλων των άλλων σχετικών ερευνών καθώς από μικρή έρευνα μου στο θέμα υπάρχει ακόμα μόνο το σύγγραμμα του Flintham, V. (1990) Air Wars and Aircraft: A Detailed Record of Air Combat, 1945 to the Present. Facts on File. ISBN 0816023565 –  1990, που αναφέρεται στην χρήση των βομβών αυτών στον ελληνικό εμφύλιο.
Λεπτομέρειες θα μπορούσε να πει κανείς -αν ο μόχθος και η έρευνα του ανθρώπου στην κατάκτηση της ανθρώπινης γνώσης μπορούν ποτέ να θεωρηθούν λεπτομέρειες!- μπροστά στο μακάβριο του πράγματος που θα μπορούσε να συμπυκνωθεί και μόνο στο γεγονός ότι τα αεροσκάφη SB2C-5 Helldivers τα οποία κυρίως προκάλεσαν την απίστευτης αυτής αγριότητας ανθρωποθυσία – φέροντας μάλιστα τον τίτλο ΦΛΟΓΑ ως απίστευτο κωδικό των σχετικών επιχειρήσεων του έτους 1949! -επωλήθησαν στην συνέχεια από το Ναυτικό των Ηνωμένων Πολιτειών μεταξύ άλλων χωρών και στην Ελλάδα, επιβεβαιώνοντας την παροιμία: «και κερατάς και δαρμένος»! 
Υ.Γ. Το 1977 το Γ.Ε.Σ. τύπωσε και προσέφερε προς τους καιομένους για γνώση και συνεπώς διακριθέντες μαθητές Γυμνασίου -Λυκείου Αρένων Χαλανδρίου και μεταξύ αυτών και στον υπογράφοντα το δίτομο έργο ‘’Έκθεσις της Πολεμικής Ιστορίας των Ελλήνων’’, έκδοση του Αρχηγείου Ενόπλων Δυνάμεων του έτους 1970! Στην 716 σελ. του 2ου τόμου, όπου κλείνεται η σύντομη αναφορά της συμβολής της αεροπορίας στον συμμοριτοπόλεμο (sic) ενώ δεν γίνεται ειδική αναφορά στο είδος των πυρομαχικών που χρησιμοποιήθηκαν παρά μόνο στο είδος των μέσων και στον υπηρεσιακό σχεδιασμό τους (Μοίρες – αεροπλάνα – αεροδρόμια) χρησιμοποιήθηκε μαζί με άλλες η άνω φωτογραφία αεροσκαφών και βομβών με την εξής λεζάντα: «φόρτωσις βομβών ναπάλμ»!

 ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΟΥΤΣΟΥΓΕΡΑΣ

Το ακόλουθο κείμενο ενός δεινού διανοητή από την Βλαχέρνα Αρκαδίας του καθηγητή κ. Β. Κουτσούγερα αλιεύσαμε από την Ιστοσελίδα: http://pheidias.antibaro.gr/index.html προίόν ερεύνης του Ανδρέα Θ. Κίτσου -Μυλωνά και αντιγραφή Δ. Μηλιάδη και σας το παραθέτουμε:ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΕΙΣ ΤΟ 1940

ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Γ. ΚΟΥΤΣΟΥΓΕΡΑ
ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ
 
 
ΜΗΝΙΑΙΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ
ΕΤΟΣ ΣΤ’   ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 1957   ΙΩΑΝΝΙΝΑ
ΤΕΥΧΟΣ 66ον
 ΕΡΓΩι ΤΑΣ ΤΙΜΑΣ… σιωπὴ εἶναι ἕνα ἐμβριθὲς βάθος. Ὁ λόγος εἶναι μιὰ ἐπικίνδυνη ἀνάγκη. Ἰδού ἕνα σχέτλιο δίλημμα. Στὴν πεφορτισμένη ἐρημία μας ἀναζητοῦμε ταὐτόχρονα, δραματικὰ τὴν σιωπὴ καὶ τὸν λόγο· τὴν σιωπὴ σὰν περισυλλογὴ καὶ διάσωσι τῆς οὐσίας μας, τὸν λόγο σὰν ἀναζήτησι μιᾶς δραστικῆς εὐρυχωρίας. Ὡπωσδήποτε· ἀλλ᾿ εὐχερὲς εἶναι ἡ σιωπὴ νὰ διολισθήσῃ σὲ ὀκνηρὴ ἀπόδραση, καὶ ὁ λόγος σὲ προχειροκουφισμὸ ἐκλύσεως.

Γιατί, κύριοί μου, τὸ πιὸ φθηνὸ ἐφεύρημά μας εἶναι ἡ λαλιά μας. Ἕνα σκιῶδες σμῆνος ἀπὸ μέλη μιᾶς τεμαχισμένης ἐκπνοῆς· ἐρήμην. Ἰδού, αὐτὴ τὴν στιγμὴ κλείνω καὶ συναθροίζω μέσα μου ἕνα γεγονὸς τῆς Ἱστορίας τοῦ Ἔθνους μου, ἔργο ὀργῆς καὶ πίστεως ἑνὸς λαοῦ, ποὺ ἔγινε ἀδεὴς παγκοσμιότης, γιατὶ ἐσφήνωσε ἕνα νεογενῆ σπασμὸ στὴν βούλησι τῆς ἀνθρωπότητος, ποὺ ἐπίπεδη, πελιδνή, ἀπέθνησκε ἀναρμόδια ἀπὸ φόβο, μιά καὶ ἰσοπέδωνε τὴν φυσιογνωμία της γιὰ νὰ διευκολύνῃ τὴν χυδαία ὕβρι τῶν σχιζοφρενῶν.

Ὁλόκληρο αὐτὸ τὸ γεγονός συγκλίνει αὐτὴ τὴν στιγμὴ μὲς στὴν ψυχή μας· ἀνεβοκατεβαίνει μεσ᾿ ἀπὸ τὸν πυθμένα καὶ πάει νὰ ζυμωθῇ στὸν θόλο τοῦ κρανίου μας, ν᾿ ἀνέβῃ ἀπὸ τὸ θολὸ βίωμα σὲ διαυγὲς θεώρημα. Ἀγωνίζεται νὰ διαδραματισθῇ, νὰ ρυθμισθῇ, νὰ ὑπάρξῃ. Γίνεται αὐτὴ τὴν στιγμὴ ἡ οὐσία μας. Καὶ ὅμως καλούμαστε τὴν διαπρεπῆ αὐτὴ οὐσία νὰ τὴν κρεουργήσωμε μέσα στὸν λόγο καὶ ἀπροσάρμοστη, κῳμαιώδη νὰ τὴν χύσωμε μέσα σὲ βραχεῖς ἤχους κομμένους καὶ διάκενους. Πόση διασπάθισις: Ὁλόκληρη θὰ καταστάξῃ σὰν παλαιὸ φοίνιο καὶ ὁλοσχερής. Δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ κραταιωθῇ ἔτσι πᾶσα οὐσία, νὰ μείνῃ καίρια κι ὁλοσχερής. Ποῦ νὰ βρῇς ἕναν ὁλόκληρο λόγο, ποὺ νὰ εἶναι ἁπλὸς καὶ σύμπας καὶ μόνος;

Μπορεῖς νὰ ἐγκυμονῇς αἰῶνες μιὰ λέξι καὶ νὰ συσσωρεύῃς ἐκεῖ σημασία καὶ διαστάσεις. Τὸ πρᾶγμα μπορεῖ νὰ ἔχῃ μιὰν ἰλιγγιώδη ἐγκυμοσύνη καὶ ἡ διαδικασία ἀναρίθμητο βάθος.

Ὅμως, ἂν τὴν προφέρῃς, ἀπέβη μάταιη, θνησιγενής, φλοιὸς ἑνὸς φθόγγου. Ὁ πληρέστερος λόγος εἶναι ἡ κραυγὴ ἑνὸς ἀγριμιοῦ, ὁ ἀκριβέστερος ἡ σιωπή. Ὡστόσο ἡ σιωπὴ ἐκπίπτει εὐχερῶς σὲ χειμέρια νάρκη, ἐνῷ εἶναι θέρος κι οἱ σκιές πυρέσσουν. Ἐπικίνδυνη λοιπὸν ἡ ἀνάγκη.

Αὐτό, κύριοι, εἶναι ἡ ἐμπειρία τῶν καιρῶν. κι ἐγώ, σὰν γνήσιο προϊὸν τοῦ ἔσχατου λόγου αὐτοῦ τοῦ χρόνου, εἶμαι ἄναρθρος. Περισσότερο ἄναρθρος, ὅταν ὁμιλῶ. Μοναδικὴ φιλοδοξία μου ὡστόσο, τῆς στιγμῆς αὐτῆς, εἶναι νὰ μεταβληθῇ ὁ χῶρος αὐτὸς σὲ μιὰ συστάδα ψυχῶν· ν᾿ ἀποτελέσῃ ἕνα θυμικὸ συνεχές.

Ἐπιθυμῶ νὰ διαδραματισθῇ, κατ᾿ ἐξοχήν, μιὰ βουλητικὴ σύλληψι τοῦ γεγονότος, ἕνας γενέθλιος σπασμὸς ποὺ θὰ καταστήσῃ ἐγκύμονα τὴν βούλησί μας. Δὲν ἐπιδιώκω παρὰ μόνο νὰ παρασκευάσω μιὰν ἑτοιμότητα γιὰ μιὰ ἐκ τοῦ συστάδην, ἀφεγγῆ ἔστω, ἐνδόμυχη ὄρχησι, ποὺ μόνη μπορεῖ μέσα στὴν ἐρεθισμένη πύκνωσι νὰ ἐκτρίψῃ τὸ φέγγος καὶ νὰ ἐκθλιβῇ γενναία, ἄν ὄχι διαυγής, ἡ ἐπίγνωσι τοῦ μεγέθους ποὺ καλούμεθα νὰ τιμήσωμεν.

Νὰ τιμήσωμεν! Ἀλλὰ πῶς; Ἔχει καμμιὰ κρισιμότητα τὸ ἐρώτημα; Γιατί, κύριοι, ὅταν ἔνα δαιμόνιον, τῷντι, ἄθλημα ἑνὸς ἀκεραίου ἔθνους ἀληθὴς ὄλβος, κατεβαίνῃ ἀπίθανον καὶ ἀνευρίσκῃ μόνον του τὸν μύχιον δρόμον, γιὰ ν᾿ ἀθροισθῇ ἀκολούθως σὲ τέλειον ἀνάστημα, ποὺ στασιάζει, ἀσύμμετρον μέσα στὴν πυκνὴ φυσιογνωμία τῆς Ἱστορίας· ὅταν μὲ σαφήνεια χάλκινου βήματος διαγράφεται εὐδιάκριτο μέσα στὴν ὑπεύθυνη μνήμη τοῦ Ἔθνους, μολονότι ἐκεῖ συνωθῆται φοβερὰ μιὰ ὁλόκληρη ἀγέλη αἰώνων, οἱ πλέον εὐδόκιμοι, οἱ πλέον δαιμόνιοι αἰῶνες τῆς γῆς· ὅταν ὑπάρχῃ μέσα στὸ ἴδιο τὸ πρᾶγμα μιὰ τόσον ἐξαίσια ἐνδογενὴς εὐγλωττία, πρὸς τί οἱ ἀναιδεῖς δικανισμοὶ στὸν ἀθρόο προθάλαμο τῆς ἀγορᾶς;

Αὐτὸ εἶναι εὔγλωττον καὶ δι᾿ αὔριον οὔ προσδεῖται ὁμηρίδου. Τιμὴ τῶν ὑψηλῶν ἔργων εἶναι ἡ διάρκειά των, ἡ ἔργῳ διάρκεια. Ἕνα εὐμέγεθες βαρύρροπον ἔργον τὸ τιμᾷς μόνον ὅταν ἀντιμετρηθῇς ἐνώπιόν του, ὅταν ἀντιτάξῃς μιὰν ἰσόρροπη πρᾶξι παρόντος. Ἄλλως, ὁ γενναῖος ἐκεῖνος ὄγκος τοῦ παρελθόντος ἀποσύρεται κι ἀποβαίνει μακρινὸ κι οὐδέτερο ἀπολίθωμα, γιὰ μάταιους λιβανωτούς.

Ἡ τιμὴ λοιπὸν εἶναι χαλεπὸν χρέος. Ἡ τιμὴ ποὺ ὀφείλεις σὲ μιὰν αὐθυπέρβασι τοῦ Ἔθνους σου εἶναι ἐξαίσια, ἀλλὰ βαρυτάτη, γιατὶ εἶναι ἀνάβασις ἐκεῖθεν μιᾶς ἀναβάσεως. Ὁ βίος ἄλλωστε τῶν ἐθνῶν εἶναι μιὰ διαρκὴς σωτηρία. Ἀνὰ πᾶσαν στιγμήν ἀγωνίζονται νὰ σωθοῦν, νὰ ἐξακριβώσουν τὴν σπιθαμὴ τῆς ὑπάρξεώς των διεκδικουμένη, ἐπίμονα, μέσα σ᾿ ἕνα μυθικὸ ἐναγκαλισμὸ θανάτου. Ὄπισθέν των, ὥς τὴν πτέρνα τοῦ πρόσφατου βήματος, καταφθάνει ταχὺς καὶ τελεσίδικος ὁ νεκρὸς χρόνος, δεινὸς καταπότης τῆς ὁδοιπορίας μας.

Πρέπει κατεπειγόντως, ἀγωνιωδῶς νὰ διεκδικήσωμε ἀπὸ τὸν ἀνηλεῆ αὐτὸ παγετῶνα τὰ παλαιὰ κέρδη μας. Πρέπει νὰ ἐκφορτώσωμεν τὴν ὕλη τοῦ μεγάλου παρελθόντος μέσα στὰ ἐπίκεντρα, νὰ τὴν μεταλλάξωμεν σὲ γενναία ροπὴ ἐνέργειας, ἁμιλλητήρια πρᾶξι παρόντος. Ἄλλως, ὁλόκληρο τὸ διαπρεπὲς φορτίο τῆς ἱστορίας μας θὰ καταστῇ ἄπρακτη, ἔγχρωμη, νυσταλέα ὁμίχλη ποὺ τυλίσσει τὶς ἕδρες, ἡμερομίσθια φλυαρίας, γελοία διέξοδος γιὰ τὴν ἀμηχανία τῶν ρητόρων.

Ἁρμόδια λοιπόν, καὶ κρίσιμα ἀπεφάνθη ὁ κλασικὸς αἰῶνας ἐξαγγέλλοντας εἰς γενναίαν ρήτραν τὴν ἀνάγκην τοῦ: ἔργῳ δηλοῦσθαι τὰς τιμάς. [σ.σ.: Θουκυδίδου Ἱστορίαι, βιβλ. 2, § 35.1: Περικλέους Ἐπιτάφιος.]

Η ΠΑΙΔΕΙΑ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΠΡΑΞΕΩΣ

Μιὰ ψυχρὴ καὶ ἀνοίκεια ἀπαρίθμησι γεγονότων δὲν θ᾿ ἀπέφερε κέρδος. Ἡ ζημία θὰ ἦταν ἀναπόφευκτη. Γιατὶ ὁ αἱμόφυρτος ἆθλος τοῦ Ἔθνους, ἀπειροπληθὴς ὅπως εἶναι, θὰ ἐκινδύνευε ν᾿ ἀποβῇ βραχείας ἀξίας τεκμήριο. Θὰ ἀκολουθήσω ἀσφαλέστερη ὁδό.

Αἰσθάνομαι, κατ᾿ ἐξοχήν, νὰ μὲ κυριεύῃ ὄχι τόσο ἡ ποικίλη μορφολογία τοῦ πράγματος, ἡ ἀφηγηματικὴ ἐκδοχή του, ὅσο ἡ αἵρεσι τοῦ οὐσιώδους κυρίως, ἡ περιληπτικὴ ὀρθοτομία τοῦ νοήματος, τὸ πυκνὸ φάσμα τῶν ἰδεῶν, ἡ παιδεία τῆς μεγάλης πράξεως. Γιατὶ τῶν γεγονότων τὰ σώματα εἶναι ἡ μοῖρα των νὰ μὴν ὑπάρχουν. Ἡ μνήμη δὲν διασώζει ἀπ᾿ αὐτά, παρὰ μόνον ὠχρὰ σκέλεθρα. Ἡ σφριγηλὴ λεπτομέρεια σκυλεύεται ὡς ἀναφαίρετη λεία ἀπὸ τὴν λήθην.

Ἐκεῖνο ποὺ σώζεται, τὸ οὐσιῶδες, εἶναι ἡ παιδεία των, τὸ πλῆθος τῆς πείρας, αἱ σφραγίδες δωρεᾶς ποὺ καταλείπουν, αἱ ροπές ποὺ ἀνακινοῦν μέσα στὸ εἶναι μας, ἡ ἐπήρειά των, αἱ ἀλλοιώσεις ποὺ ἐπιφέρουν στὴν οὐσία μας. Τῆς παιδείας αὐτῆς τὴν ἐπισήμανσι ἀπεδέχθη ὡς κυρίαρχον χρέος ὁ παρὼν λόγος.

1. Τὸ ἱστορικὸ νόημα τοῦ ἀγῶνος

ταν μιὰ ἀπὸ τὶς πιὸ δυσμενεῖς ὧρες τῆς ὑπάρξεως τοῦ κόσμου. Τὸ πρόσωπον τῆς Γῆς αἱμόφυρτο, μὲ τραγικὴ σύσπασι, ὡς δυστυχὴς πυθμήν, ὠδυνᾶτο χωρὶς ἔλεος κάτω ἀπὸ τὸ βάρος μιᾶς ἐνεργοῦ νύκτας, ποὺ συστρεφόταν πάνω στῶν πληγῶν τὴν φλόγωσι. Ἐκεῖ μέσα ἐξετρέφετο ἡ παραφροσύνη δι᾿ αὔριον, φέρελπι ἔκτρωμα ἐκτρόπων φρενῶν. Οἱ σχιζοφρενεῖς ἡγέται ἤδη ὅταν ἡ τάξις ἀπέβη ἔκπτωτος, ἀφρώδεις, ἀπίθανοι, σὲ μιὰ ἀσυγκράτητη ἔξαψι, ἐξήγγελλαν ἀπὸ παταγώδεις ἐξώστας φρενήρη θάνατον. Ἦταν τὸ ὅπλο καὶ ἡ ἐλπίς των.

Ἡ Ρώμη, ποὺ ἐπιχειροῦσε μὲ ἰταμότητα νὰ ὑπάρξῃ πολὺ ὕστερ᾿ ἀπὸ τὸν αἰῶνα της· τὸ Ράϊχ, ποὺ ἐξύφαινε καὶ ἐξαπέλυε νέον αἰῶνα πάνω ἀπὸ τὴν φρίκη τοῦ κόσμου, αἰῶνα ξανθῆς κτηνωδίας, ἐκάγχαζον πάνω ἀπὸ τὸ ἀρτιθάνατον πτῶμα τῆς Εὐρώπης. Συστάδες λαῶν ἐξῆψαν μέσα των τὸν νόμο τῆς σήψεως καὶ περιεφράχθησαν στὸ ψῦχος, ἐνῷ ἡ νύκτα ἐπύκνωνε σὲ μεσονύκτιο.

Ἐκεῖ μέσα οἱ σχιζοφρενεῖς ἐποίμεναν τὴν ἀγέλη τῶν μύθων των, τοὺς χυδαίους ἐξαγγέλους θανάτου, ποὺ ἐσώρευαν στὰ βλέμματα τὸ δέος, στὶς καρδιὲς τὸ ψῦχος καὶ στὸν νοῦ τὸ ἀγχῶδες χάος τῆς ἐσχάτης ἀναμονῆς. Ρυθμοὺς ἐσχάτων ἠμερῶν κατόπτριζαν αἱ συνειδήσεις. Ἡ φρικαλέα πίστις ὅτι ἡ ἐλευθερία δὲν ἐκχωρεῖ πλέον στὴν μοῖρα μας, καὶ ὅτι ὁ λογισμός καὶ ἡ σύνεσι δὲν μποροῦν νὰ χρησιμεύσουν, παρὰ ἐπειγόμενοι θεράποντες τῆς θεομηνίας, περιέδραμον, ὡς ἐπικερδὴς κίνδυνος, τὴν θολὴ καταφυγὴ τῶν συνειδήσεων. Τὸ κτῆνος καὶ ἡ παράκρουσις ἐμπέδωσαν ἀδιαφιλονίκητο κράτος. Καὶ ὅταν τὰ ἔθνη ἀποσυντέθηκαν σὲ ἀσύντακτες ψυχές, χωρὶς φυσιογνωμία, ποὺ ἰσοπεδωμένες ἔσπευδαν νὰ ἐνταχθοῦν μὲ ἔξαλλη ἐπιμέλεια στὴν νέα παρανοϊκὴ δομὴ τοῦ κόσμου, ἡ παραφροσύνη ποὺ ἡγεμόνευε μέ ἄφθιτο κῦρος, ἀπέκτα ἐξαίφνης ἐκτάκτως σιδηρᾶν κρᾶσι. Τότε ὁ βαθυχαιτήεις τραγέλαφος ἐλυμαίνετο τοὺς οἰωνούς.

Ἀλλ᾿ οἱ οἰωνοὶ ἐταράχθησαν. Ὁ τραγέλαφος περιεσπάσθη. Ὁ λαὸς τῶν Ἑλλήνων, νηπενθὴς ὡς χθὲς καὶ δίκαιος, μὲ καθημερινὸν ἀνάστημα, ἀγωνιζόμενος νὰ καταστῇ αἴσιος, ἐμερίμνα γιὰ τὴν εὐμένεια τῶν ἡμερῶν. Καὶ ἦρθε ἐπὶ θύρας ὁ νέος αἰών, τὸ φρενῆρες ἦθος, καὶ τὴν νύκτα ἀργά, ἐνῶ ἐκοιμᾶτο μέ ὕφος εἰρήνης, τὸν ἐρράπισε ζητῶντας κατεπειγόντως τοὺς ἁρμούς τῆς ὑπάρξεώς του. Ἀλλ᾿ ἡ λαβὴ δὲν ἐδόθη. Ὁ πολύτροπος τοῦτος λαός, ὁ ὀλίγος, ἠγέρθη δυσμενής· παραμέρισε τὰ ὄνειρα· ἀνασύνταξε τὴν ὕπαρξή του· διευθέτησε ἀπταίστως τὴν μνήμη του καὶ ὕψωσε τὴν ὀργή του «ὑπὲρ τὴν νύκτα». Γιὰ νὰ ζήσῃ τὸν συνεπῆρε ὁλόκληρον ἔρως θανάτου, ἡ παλαιὰ ἱερή του μανία. Μόνος του στὴν κορυφὴ τοῦ κόσμου, γυμνός, χωρὶς ἔγκαιρη πανοπλία, ὑπερέβη τὴν μοῖρα ὁλοκλήρου τῆς γῆς καὶ ἐνίκησε.

Ἀνασκεύασε τὴν θύελλα τοῦ τρόμου ποὺ μαστίγωνε τὸ ἠθικὸ ἐρείπιο τῶν ἐθνῶν, ἐφύτεψεν ἑστίαν σήψεως στὴν ἐκκωφαντικὴ ὕβρι τοῦ αἰῶνος, περιήγαγε σὲ τραυλισμὸ τὸν εὐφραδῆ κομπασμὸ τοῦ ἐξώστου, ἄνοιξε ρωγμὴ μεσημβρίας στὸ μεσονύκτιο καὶ μέσα στὴν ἀκμὴ τῆς ἀπογνώσεως ἐρέθισε τὴν θηριωδία τῆς ἐλπίδος.

Τὰ πράγματα τότε ἄλλαξαν. Ἡ ἀγέλη τῶν μύθων δὲν εὕρισκε λειμῶνες ἐλεύθερους καὶ ἐρρικνώθη. Ὅ,τι χθὲς ἐφαίνετο ἀδιαχώρητη μοῖρα, ἐφάνη σήμερα διαφανὴς παγίδα ἀβάσιμου δέους. Ἡ αἰδὼς κατακυρίευσε τοὺς καιροὺς καὶ τὸ θάρρος διευθέτησε τὸ «μέγα ἐρείπιο» σ᾿ εὐθυτενέστερο ὕφος. Ἐσαρώθη τὸ ὑδαρὲς φρόνημα καί, ἐνῷ ἐσχηματίσθησαν οἱ ἄξονες τῆς ἐλευθερίας στὴν διαδικασία τοῦ κόσμου, διερράγη ὁ κλοιὸς τοῦ ἄγχους, διεκοσμήθη συνδρόμως τὸ χάος τῶν προοπτικῶν καὶ ὁ χρόνος ἐλευθερώθη καὶ ἔγινε πεδίο θετικῆς ἀμφισβητήσεως.

Ὁ κόσμος ἔκτοτε ἐνίκησε μὲ τὰς δυνάμεις του. Ἀλλὰ ἡ Ἑλλὰς ἄστραψε τὸ φῶς. Ἔπεισε τὸν κόσμο περὶ τῆς δυνάμεώς του. Ἀπέδειξε ὅτι ὁ χρόνος δὲν ἦταν τελεσίδικη ἰδιοκτησία τῶν σχιζοφρενῶν, ἀλλὰ ἀμφίρροπον ἆθλον κείμενον ἐν μέσῳ. Ἄστραψε φῶς καὶ ἐγνώρισαν. Τίποτε ὑψηλότερον ὡς προσφορά, προπαντὸς ὅταν ἡ ὥρα λαμβάνει ἀνάστημα κοσμικό. Στὴν δυστυχέστερη στιγμή του νὰ πείσῃς τὸν κόσμο, ὅτι μπορεῖ νὰ σωθῇ καὶ ἡ πειθώ σου νὰ ἔχῃ τὴν σαφήνεια ἀρραγοῦς μεσημβρίας, τότε παρεσκεύασες τὸ τέλειο δώρημα. Τὸ πρᾶγμα ἀποκτᾷ τὸ κῦρος ἑνὸς μεγίστου μαθήματος κατὰ τὴν παγκόσμια ἐκείνη ὥρα καὶ ἡ Ἑλλάς, ὡς πρᾶξις, ἀποβαίνει βασίμως καὶ πάλι παίδευσι αὐτόχρημα οἰκουμενική.

Ἡ Ἑλλὰς ἐθεμελίωσε τὸν μῦθο τοῦ ἀνθρώπου, νέον εἶδος αὐτόφωτο στὴν τυφλὴ διαδικασία τοῦ σύμπαντος καὶ δικαίωσε τὴν παράλογη ὕπαρξί μας. Ἀπὸ τὸν κόσμο, ἐν τούτοις, ἀπεκόμισε σταυρόν. Μολοντοῦτο, συμπεριεφέρθη πάντοτε πρὸς ὅλους ὡς ὀφειλέτις. Πρὸς ὅλους˙ καὶ πρὸς τοὺς ἐχθροὺς ὡσαύτως. Τὸν παλαιὸν ἔμμονον τοῦτον νόμον ἐτήρησε καὶ ἐν προκειμένῳ. Ἰδοὺ τὸ ἱστορικὸ νόημα τοῦ ἀγῶνος.

2. Τὸ ὀντολογικό, βιολογικὸ νόημα τοῦ ἀγῶνος

λοι ἐγεύθησαν τὸν κλονισμό, ὅταν, ὡς δυσμενὴς ὑετός, ὁ κίνδυνος ἔκρουσε τὴν στέγη τῆς χώρας. Ἀλλὰ ὁ μέγας κίνδυνος γιὰ τὰ ἔθνη ποὺ ἔχουν βιώσιμο φρόνημα δὲν εἶναι παντάπασι δυσμενὴς μοῖρα. Καθὼς ἀνακύπτει τελεσίδικος καὶ ἀνενδότως σαφής, διαδραματίζεται πάγκοινος καὶ κατέρχεται, δεινὰ ἀνηλεής, ὢς τὸν πυθμένα τοῦ Ἔθνους. Καὶ τὸ Ἔθνος ἐξαίφνης ἐγείρεται καὶ χειρονομεῖ νὰ ἐκτινάξῃ, ὡς παλαιωθὲν ἱμάτιο καὶ ἀγχῶδες ὄστρακο τὸν ἡσυχασμό. Καθὼς ἡ ἐμβριθὴς ὥρα γεννᾷ ἀγωνιώδη ροπὴ στὸ ἰσόρροπο χθὲς Ἔθνος, ὁ μέγας κίνδυνος διαχέεται ὡς ὀντολογικὴ φρικίαση, ἀνεβάζει τὸν πυρετὸ τῆς ζωῆς τοῦ Ἔθνους, πλουτίζει μὲ δέος τὴν ψυχή του καὶ τὸ ἐξωθεῖ εἰς ἔκτακτον ἐπίδοσι. Τὸ ὀγκῶδες, τὸ ξηρόν δέος ἐκχερσώνει τὸν ὕπνον, ἐρεθίζει χωρὶς ἔλεος τὴν ἐγρήγορσι, καὶ μὲ φρενιτιώδη μελέτη τῶν ἡμερῶν μηχανᾶται ὁδοὺς καὶ ὑπερβάσεις πάνω ἀπὸ τὸ ἄνανθο χάσμα τοῦ σεισμοῦ.

Ὅταν ὁ κίνδυνος εἶναι πρὸς ἀληθῆ κίνδυνον, γιὰ τὰ μεγαλόφρονα ἔθνη, δὲν εἶναι ἀληθῶς εἰπεῖν κίνδυνος. Ἐκεῖ ἔγκειται ἡ εὐκαιρία των. Δὲν εἶναι δυσμενὴς ὑετός, εἶναι πρόνοος ἴσως χορηγία τῆς μοίρας, δόσις ἀπροόπτως ἐπίκαιρη. Γιατὶ μ᾿ αὐτὸν κυρίως ἐπιτελεῖται ἕνας ὀντολογικὸς καθαρμός, μιὰ βιολογικὴ ἀνανέωσις. Σὰν ὕψιστη ἔκτακτη μορφὴ δοκιμασίας ἀποσαφηνίζει τὴν βιολογικὴ ἀναγκαιότητα τῆς φυλῆς, ἀπαλλάσσοντας τὴν γνήσια φύσι της ἀπὸ τὴν φθορὰ καὶ τὶς διαβρώσεις, σύνδρομα ἐπιφαινόμενα τῶν ἀντιφάσεων τῆς ἀγωγῆς. Ἀπογυμνώνοντας ἀπὸ τὴν τυχαία παρασιτικὴ βλάστησι τὴν βούλησι τοῦ ἐθνικοῦ σώματος καὶ ἐξακριβώνοντας τὴν φυσική του κρᾶσι, ἀναστυλώνει δυναμικά, πλήρη τὴν ὀντολογική του καμπύλη. Τεκμήριο τῆς αὐτοσιότητας ποὺ φέρει καὶ τῆς νεότητας ποὺ ἀνασύρει ἀπὸ τὸ βιολογικὸ βάθος ἡ φυσικὴ ἄσκησι, ἀγαθὸ παρακόλουθο τοῦ κινδύνου, ἀποτελεῖ τὸ γεγονός ὅτι μολονότι ἡ φυλὴ τῶν Ἑλλήνων ἔχει καταπατηθεῖ ἀπὸ τὶς ἐπίμονες ὁπλὲς μιᾶς ἀγέλης αἰώνων συμπεριεφέρθη τὶς περίεργες ἐκεῖνες ἡμέρες ποὺ ἐγκαινίασε ὁ Ὀκτώβριος τοῦ 1940 ὡς θυμοειδὴς ἔφηβος, δίνοντας μιὰ προκλασσικὴ αὐτόχρημα διαδικασία στὴν πολιορκημένη ὕπαρξί του. Ἀνανεωμένος ἔκτοτε διανύει καὶ ἐπαληθεύει νέα γνησιώτερη ἀναγκαιότητα.

Αὐτὴ εἶναι ἡ ὀντολογικὴ προσφορά· βιολογικὸ τὸ νόημα τοῦ ἀγῶνος.

3. Τὸ ψυχολογικὸ νόημα τοῦ ἀγῶνος

λλὰ καὶ πέραν τούτου, νέα τοῦ νοήματος πτυχὴ σημαίνεται. Ὁ Μεσοπόλεμος ὡς γραμματεία εἶχεν ἐπιδοθῇ σὲ θλιβερὲς διακονίες. Τὸ ἄγχος, ἡ ἀμήχανη κρίσι τῶν ἀξιῶν παγίδεψε πολλοὺς σὲ βραχύπνοες δοκήσεις, ποὺ καὶ ἂν διέρρευσαν ἐνωρίς, ὅμως διακηρύχθηκαν μὲ τελεσίδικη πεποίθησι, αἰτιολογημένη βέβαια, ἀλλ᾿ ἀδικαίωτη ἤδη. Ἀκολουθώντας τὴν τροχιὰ μιᾶς πτώσεως, χωρίς -καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ κεντρικὸ σύμπτωμα-, χωρὶς βούλησι, ἰδεῶν, εἶχεν ἐνσπείρει τὴν ἰδεολογικὴ χαλάρωσι, ὅπου ἐπρυτάνευσε ὡς συνέπεια ἡ ἐθνικὴ ἀπιστία. Μὲ βλάσφημη κάποτε παρρησία διεκήρυξε τὴν ἐθνικὴ ἀνικανότητα. Ἡ ἀντίληψι αὐτὴ τῆς ἀπιστίας πρὸς τὸ Ἔθνος δὲν ἐπρόλαβε νὰ γίνῃ ἠθικὸ ἀπόθεμα καὶ πεποίθησι· ἔμεινε μιὰ διακοσμητικὴ δόκησις συγχρονισμένων, διαθρυλούμενη φιλαρέσκειας ἕνεκεν. Ὁ Μεσοπόλεμος ὅμως ἔληξε μὲ τὸ ᾿40. Διαλύθηκε μέσα στὴν ἔκρηξί του. Καθὼς τοῦτο διεστάλη σ᾿ ἕνα παγκόσμιο ἱστορικὸ μέγεθος, διέλυσε τὸ στεῖρο νέφος καὶ τὸ διαθρύλημα τῆς ἀπιστίας καὶ ἐμπέδωσε ἕνα ρωμαλέο ἐθνικὸ αἴσθημα. Ἀποκαλύπτοντας τὴν δύναμι καὶ τὸ βάθος μας, ἑδραίωσε εὔγλωττο τὸ δικαίωμα τῆς ὑπάρξεώς μας, μᾶς ἐξώθησε βιαίως σὲ αὐτεπίγνωσι, θεμελιώνοντας ἀνενδότως τὴν ἐθνική μας αὐτοπεποίθησι. Καὶ εἶναι μέγα τὸ κέρδος. Γιατὶ ἡ ἱστορικὴ αὐτοπεποίθησι εἶναι τὸ ψυχολογικὸ βάθρο, ὅπου ὀρθώνεται βασίμως τὸ ἔθνος, γίνεται βιώσιμο καὶ ἀποκτᾷ αὐστηρὴ ἔνδοθεν σύνταξι καὶ φυσιογνωμία. Ἂν συμβῇ μάλιστα καθὼς ἐν προκειμένῳ νὰ διανυθοῦν ἀγῶνες δίκαιοι καὶ ἐν ταυτῷ ἄνισοι καὶ ἐντούτοις νικηφόροι, ἡ αὐτοπεποίθησι ποὺ ἀπορρέει ἐκεῖθεν λαμβάνει ἐνεργητικὸ ρυθμό, μορφώνεται σὲ βούλησι καὶ διαπρέπει γονίμως σὲ πρᾶξι. Ἐκεῖθεν ἐκκινοῦν οἱ ἡμέρες τῶν πολιτισμῶν, ποῦ αἱροῦνται ἑαυτούς· καὶ διανύουν ἀνύσματα αὐτοδικαίου καινοφανοῦς ἔργου, καὶ ἀποπειρῶνται Καινὰς Διαθήκας.

Ἡ προσφορὰ λοιπὸν τοῦ ἀγῶνος ἐδῶ εἶναι ὅτι ἀπέλυσε ἐνέργεια μέσα στὴν ψυχὴ τοῦ Ἔθνους· εἶναι τὸ ψυχολογικὸ νόημά του.

4. Τὸ ἠθικὸ νόημα τοῦ ἀγῶνος

τέταρτη διάστασι τοῦ νοήματος ποὺ διαπραγματευόμεθα εἶναι ἠθική. Γιὰ τὸ κῦρος τῆς ἐλευθερίας ὡς ἀγαθοῦ ὁ λόγος. Ἡ δοκιμασία τοῦ πολέμου ἀψευδὴς ὅσο καὶ αἱμόφυρτη ἐπικύρωσε τὴν γηραιὰν ἀλήθεια, ὅτι ὁ Ἕλληνας, ὡς ἀγαθὸ ἐξακοντίζει τὴν ἐλευθερία πάνω ἀπὸ τὴν ὕπαρξι. Ὁ νέος μας βίος παρέσχε διπλῆ πεῖρα, πεῖρα ἐν προκειμένῳ ἠθική, ὡς εὐδοκίμησι δηλαδὴ τῆς ἐλευθερίας μὲ τὴν μορφὴ ἀξίας ποὺ ἐλαύνει τὴν καθαρὴ καθαυτὸ πρᾶξι· τὸ ᾿21 ἔδωσε τὴν πεῖρα τῆς ἀποκτήσεως τῆς ἐλευθερίας. Τὸ ᾿40 τῆς συντηρήσεως. Τὸ ᾿21 ἐπιζητεῖ τὴν ἐλευθερία μὲ τὴν μορφὴ τοῦ ἰδεώδους. Τὸ ᾿40 τὴν ὑπερασπίζεται ὡς πραγματικότητα. Τὸ ἰδεῶδες ὅμως εἶναι τέλειο καὶ ἡ θυσία ὑπὲρ αὐτοῦ μπορεῖ ἀπὸ ἐρωτικὴ αὐτόχρημα πρὸς τὸ ἰδεῶδες ἕλξι νὰ φτάσῃ σὲ παροξυσμό. Ἡ πραγματικότητα ὅμως εἶναι ἀπελπιστικὰ ἀτελὴς καὶ ἡ θυσία ὑπὲρ αὐτῆς, ἀνέραστη καὶ χωρὶς ἕλξι, ἀποδεικνύεται γυμνὴ βούλησι ἠθική. Ὁ ἡρωισμὸς τοῦ ᾿40 εἶναι μιὰ θεωρητικὴ δυσχέρεια. Εἶναι ὁ στυγνότερος νεοελληνικὸς ἡρωισμός, ὁ πιὸ ἄνανθος, καὶ γιὰ τοῦτο περισσότερο γνήσιος. Μὲ τὸν ἡρωισμὸ αὐτὸ συρόμεθα πρὸς δύο ἐνδεχόμενα, χωρὶς ἀντίφασι ὡστόσο. Τί πράγματι δύναται νὰ συμβαίνῃ; Στὸ βάθος τοῦ ἡρωισμοῦ αὐτοῦ ὑπόκειται ἡ βιολογικὴ μέθη, ὁ ἐρασιθάνατος ἐφηβισμός, ὁ ἡρωισμὸς τῆς ζωικῆς πλησμονῆς, ὁ ἡρωισμὸς ἀνδρείας: ἡ προκλασσικὴ δηλ. ἐκδοχή· ἢ εἶναι ἡρωισμὸς πρὸς διέξοδο τοῦ λογισμοῦ, ἀναζήτησι ψυχροῦ θανάτου, ἡρωισμὸς ἠθικῆς σοφίας, ὁ ἡρωισμὸς τοῦ καθήκοντος: ἡ μεταχριστιανικὴ δηλονότι ἐκδοχή. Τὸ πρῶτο μᾶς προσεγγίζει στὸν μηδικὸ πόλεμο, τὸ δεύτερο στὴν Ἅλωσι. Τὸ πρῶτο προδίδει νεότητα, τὸ δεύτερο καίρια ὡρίμανσι. Ὅ,τι καὶ νὰ συμβαίνῃ πάντως, ὁ Ἕλληνας ἀνακινεῖται ἔνδοθεν ἀπὸ ἀνάγκη νὰ συνθέσῃ ἕνα διαλεκτικὸ συνεχές, ἕνα verum continuum ὑπάρξεως καὶ ἐλευθερίας, αἴροντας τὴν ἀντίφασι τῆς μοίρας σὲ μιὰ ἠθικὴ προέκτασι τῆς ὀντολογικῆς του παιδιᾶς.

Αὐτὸ εἶναι ἡ ἠθικὴ δωρεά, ἡ σφραγὶς ἠθικοῦ νοήματος, ποὺ διασῴζει μὲ σαφήνεια ὁ ἀγῶνας.

5. Τὸ πνευματικὸ νόημα τοῦ ἀγῶνος

Νέα περαιτέρῳ φάσι τοῦ νοήματος ποὺ ἀναζητοῦμε διαγράφεται τώρα. Εἶναι στὸ εἶδος τῆς πνευματικῆς.

Στὴν σχιζόθυμη ἐποχὴ μας στρέφεται καὶ δεινοπαθεῖ τὸ πνεῦμα ὡς τὴν γυμνὴν ἀπόγνωσι. Ἡ ἐποχὴ μας εἶναι ἀπειροπληθὴς καὶ γι᾿ αὐτὸ ἔρημος. Συνωθούμεθα ἑρμητικοί, ἀπαραβίαστοι καὶ ἀλλότριοι. Διανύομε ἕνα κραταιὸ θορυβῶδες νέφος ποὺ κατέβη ἐπιμόνως στοὺς δρόμους. Μιὰ ἀδιάσειστη ὁμίχλη μᾶς περιέφραξε. Μένει κανεὶς ἐμβρόντητος μπρὸς σ᾿ αὐτὴ τὴν πολυδάπανη τεχνουργία ἐρημώσεων. Ἡ ἐποχὴ μας ἔχει ἐπὶ πλέον πολλὴν εὐκολία, καὶ γίνεται γιὰ τοῦτο δύσκολη καὶ μᾶς δυσχαιραίνει. Ἔρημοι λοιπὸν καὶ δυσχερεῖς καὶ ἔγκλειστοι εἴμαστε. Τὰ φορτία μας πυκνώνουν καὶ ἀγριαίνονται· ἐπειγόμεθα γιὰ μιὰ εὐρυχωρία. Καὶ ἀκριβῶς γιατί ἔχομε διατυπωθῇ σὲ αὐτοφορτία ἀδιαχώρητα, διψοῦμε ἀκαταγώνιστα γιὰ τὸν ἄλλον, ποὺ εἶναι ἀνάγκη, ποὺ ἐπειγόμεθα νὰ γίνῃ ὁ πλησίον μας. «Ἐπεπόθησεν ἡ ψυχή μου ἐν παντί». Μολοντοῦτο ὁ Ἄλλος ποὺ μᾶς προσεγγίζει εἶναι ὠσαύτως πρόβλημα. Δὲν ἔρχεται ὡς πειθήνιο κάτοπτρο. Ἔρχεται ὑπερπλήρης, νοσῶν ἀπὸ ἱστορία. Δραστικὰ αὐτοτελὴς ἀντιδικεῖ ἐπιμόνως μέσα στὸ χῶρο σου, μέσα στὴ ζωτικὴ σπιθαμή σου. Ἔρχεται νὰ διευρύνῃ τὴν ἱστορία του, ἔρχεται νὰ ἱδρύσῃ τὴν ἱστορία του μέσα σου· ν᾿ ἀλλοτριώσῃ τὸ φορτίο, νὰ ἐπαληθευθῇ. Καὶ εἶναι πρόβλημα ἐπειδὴ δὲν εἶναι περιττός. Διψοῦμε γιὰ ἕνα κάτοπτρο. Διψοῦμε γιὰ τὸν Ἄλλον ποὺ εἶναι πλησίον μας καὶ δὲν εἶναι ὁ πλησίον μας. Ἕνα αὐχμηρὸ τοπίο διατυπώνεται γύρω ἀπὸ τὴν δίψα μας, ὅπου τὰ ἀπεγνωσμένα δάκτυλά μας ἐπαληθεύουν τὸ ἁρμυρὸ δέρμα του. Ἡ διψαλέα ὁδοιπορία μας ἐναυάγησεν εἰς τὸ μέσον της ἐρήμου, ὅπου δὲν εἰκάζεται πέρας ἢ διαφυγὴ ἀπὸ τὴν σπασμώδη τροχιά μας. Οὔτε ἕνα τιμαλφὲς δὲν ἔχομε γιὰ νὰ πλάσωμε τὸν μόσχο τῆς λατρείας μας, ἕνα βάθρο ἱεροῦ ψεύδους, τὴν ἐπίσπευσι ἑνὸς μύθου. Ὅλη τὴν πολυτελῆ σκευή μας τὴν ἀφήσαμε ἐκεῖθεν τῆς ἐρήμου, ἐκεῖ ποὺ μᾶς ἐγκατέλειψεν ὁ Θεός. Ἄλλοτε πιστεύαμε ὅτι ὁ θάνατος εἶναι ἡ τελειότης καὶ εἶχε ἀποβῇ μακρινός, κάτι συναφὲς πρὸς τὶς ἀνέφικτες πραγματικότητες. Τώρα μὲ προπετῆ σοφία ἀντιφατικῆς κράσεως ἐγυμνώσαμε τὸ θάνατο, τὸν καταστήσαμε ἁπλοῦν καὶ πλῆρες μηδέν, καὶ φυσικὸν ἦτο νὰ σβεσθῇ ὁ θεσπέσιος ἔρως θανάτου καὶ ἡ ὑψηλὴ ἀλχημεία τῆς μελέτης του. Ἔκτοτε ὁ θάνατος εἰσήλασε μέσα στὴν ὕπαρξί μας καὶ ἀπέθεσε τὴν ἐπίμονη ὁπλή του στὸν τράχηλο τῆς ζωῆς καὶ τὴν ἐμπειρία τοῦ κενοῦ στὸ ἔντρομο βλέμμα μας. Ὁ θάνατος ἔγινε ἡ ἐγκυρότερη πραγματικότητα, ὁ βεβαιότερος τόνος τοῦ κόσμου. Τὸ ὅτι ὅλοι, χωρὶς ἐξαίρεσι, χωρὶς ἔλεος, εἴμαστε μελλοθάνατοι, ἔλαβε τὴν σαφήνεια μιᾶς ἑνιαίας δέσμης χιλίων ἡμερῶν. Πῶς θὰ ὑπάρξωμε ἔτσι, θλιβερὰ προεξοφλήματα θανάτου καθὼς ἀπέβημεν; Σπασμωδοῦμε χωρὶς ἔλεος, ἀνύπαρκτοι ἤδη, μέσα σ᾿ ἕνα πλῆθος δισεκατομμυρίων ὁμοίων μας. Ναυαγοὶ τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῆς πράξεώς μας, κομίζομε ἕνα θηριῶδες πρόβλημα πίστεως, ποὺ μᾶς ἐξουθενώνει καὶ μᾶς λυμαίνεται. Χρειαζόμαστε ἐπειγόντως μιὰ πίστι, ἕνα ἰδεῶδες, μιὰ σπιθαμὴ στερεότητας.

Ἐδῶ ἀποκορυφοῦται κρίσιμα τοῦ παρελθόντος ἡ σημασία· τὸ παρελθὸν μεταλλάσσεται σὲ παιδεία. Ὅλα τὰ μεγάλα ἔργα πίστεως μεταπίπτουν σὲ ἐνέργεια σωτηρίας, σωτηρία ποὺ ἀντλεῖται ἀπὸ τὴν ἀποσαφήνισι βεβαιοτέρας ὑπάρξεως, ὅπου ἕνα εὔξεινον πεπρωμένον χειραγωγεῖ. Ἡ πίστις ὅθεν εἶναι πιθανὸν ἐφικτὴ καὶ ἡ ζωὴ ἀπὸ σπασμῶδες γελοιογράφημα μπορεῖ νὰ γίνῃ βιώσιμος ἀναβαθμὸς τελειοτέρας οὐσιώσεως. Ἡ θέα κατακλυσμιαίων πράξεων ἐλαυνόμενων ἀπὸ κάτι ὑψίτονο ποὺ ἔχει ἀναρριχηθῇ στὸν κρημνὸ τῆς αἰωνιότητος, μπορεῖ ν᾿ ἀνασυντάξῃ τὴν ὕπαρξι τοῦ αἰῶνος, νὰ γεφυρώσῃ τὶς συνειδήσεις μὲ τὴν ὕλη μιᾶς κοινῆς πίστεως, νὰ καταστήσῃ γευστὸν τὸν ξηρὸν χρόνον, τὸν ὀλίγο χρόνο μας, μὲ μιὰν ἐμβολὴ σαφῶς αἰωνιότητος, καὶ νὰ ἰκριώσῃ τέλος στὶς ἠμέρες μας, τὴν ὀντολογία μας πάνω ἀπὸ τὴν φρενήρη ἄβυσσο.

Ἐντεῦθεν ἀντλεῖται μὲ σαφήνεια τὸ πνευματικὸ κῦρος ἀγώνων σὰν τοῦ ᾿40, ποὺ σὲ μιὰ ἐμβριθέστερη μελέτη ἀποκαλύπτονται παιδεῖαι ὑψηλῆς χρήσεως, πρόσφορες γιὰ τὴν τροπὴ ἑνὸς αἰῶνος, ποὺ ἐγκάθετος πάνω στὴν ὕπαρξί του ὀδυνᾶται εἰς φαῦλον κύκλωμα. Ἡ ὑψηλὴ παιδεία τοῦ παρελθόντος, τῆς φωνῆς ποὺ ἐκκινᾷ ἀπὸ τὴν αἰωνιότητα, θὰ μᾶς ὁδηγήσῃ εἰς ἔγκαιρον ἐντροπήν, διότι καταστήσαμε τὸ πνεῦμα μας ἕνα μονῆρες ἔλασμα ψύχους μέσα στὸν παραλογισμὸ τοῦ Σύμπαντος.

6. Τὸ αἰσθητικὸ νόημα τοῦ ἀγῶνος

Πολλὰ πέραν τούτου θὰ ἔπρεπε νὰ ἐκτεθοῦν γιὰ τὸ αἰσθητικὸ νόημα τοῦ ἀγῶνος.

Ὀλίγα, ὡστόσο, μόνον. Μὲ τὴν ἐπικὴ τόσο ὅσο καὶ τὴν τραγικὴ ἐπαλήθευσί του, ὁ λαὸς τῶν Ἑλλήνων εἰσάγει τὴν ἱστορικὴ ὕλη σὲ δίδυμη αἰσθητικὴ ἀκολουθία, ὅπου συντίθεται σὲ εὐπαγῆ μῦθο τὸ τραχὺ βάρος τῆς πράξεως. Ἡ ἱστορία ἐλαύνεται ἀπὸ ἕναν ἔρωτα ποιήσεως, κυριεύεται ἀπὸ τὴν αἰσθητικὴ πανουργία. Παίρνει κάτι ἀπὸ τὸ ὕφος καὶ τὴν περίσκεψι τοῦ δημιουργοῦ. Διευθετεῖ τοὺς ὄγκους σὲ περίεργη τάξι. Ὁ ὄγκος τῆς βουλήσεως, ποὺ συζευγνύεται σ᾿ ἔσχατη ἀντιδικία, ἡ ἐκκένωσι τῆς ἀναβάσεως πάνω στὸ ἀσθμαῖνον στέρνο τοῦ πεπρωμένου, ὁ γοερὸς χορὸς τῶν λαῶν, τὸ σκεῦος δηλαδὴ τοῦ δέους, ποὺ συνυφαίνεται μὲ τὴν πρᾶξι, ὁ «ἔσχατος ἱδρὼς» τοῦ ἀκραίου μετεωρισμοῦ, τῆς τραγικῆς πτώσεως τὸ ἆσθμα, ἡ περιπλοκὴ τῶν ἐσταυρωμένων γονάτων τοῦ ἐλέους, ἡ ἐν παντὶ ἔνυλη ἐκδοχὴ τοῦ τραγικοῦ, ἀποδίδουν ἕναν αἰσθητικὸ κάματο ποὺ ἐξακοντίζει τὸ σκληρὸ καὶ ἐπίφοβο κάλλος τοῦ ὑψηλοῦ.

Ἰδοὺ ἡ ἕκτη, ἡ αἰσθητικὴ διάστασι τοῦ ἀγῶνος.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Αὐτὸ εἶναι τὸ φάσμα τῆς οὐσίας τοῦ ᾿40 καί, ὡς ἀπεδείχθη, ἡ ἀξία του δὲν εἶναι ἡ τυχοῦσα. Ὅμως οἱ ὑψηλὲς πράξεις, τὰ ἀληθινὰ ἀθλήματα τῶν λαῶν δὲν ἔγιναν γιὰ μάταιη καύχησι. Καυχῶνται μόνον οἱ γηραλέοι, οἱ πρώην ὑπάρξαντες. Τὸ ᾿40 κατωρθώθη χθές, ἀλλὰ κρίνεται σήμερα. Ἀναζητεῖ ἀντισταθμίσματα παρόντος. Ἂν ὅμως συμβαίνει νὰ νομίζωμε, ὅτι γιὰ νὰ κατορθώσουμε κάτι μεγάλο χρειάζεται ἕνας ἔκτακτος κίνδυνος, ἂς ἀντιληφθοῦμε μὲ σαφήνεια ὅτι ὁ ἀπαράλειπτος κι᾿ ἀθρόος κίνδυνος εἶναι ἡ Ἱστορία καὶ οἱ ἀξιώσεις της. Ὅταν δὲν νοιώθῃ τὸ ἱστορικό χρέος του ἕνας λαός, ὅταν δὲν εὐρίσκῃ εὐκαιρίες σὲ κάθε στιγμὴ καὶ σ᾿ ὁποιαδήποτε συνθήκη, κινδυνεύει. Ἰδοὺ ὁ κίνδυνος. Ὁ κίνδυνος, λοιπόν, καὶ ὅταν δὲν εἶναι θεαματικὸς εἶναι σφοδρὸς καὶ ἀπαράλειπτος. Ὑπάρχει ὅθεν χῶρος γιὰ ὑψηλὲς πράξεις. Καμμιὰ λοιπὸν χαλάρωσι. Γιατί, ἂν πάρωμε τὴ ζωὴ στὰ σοβαρά, χρειάζεται δύναμη καὶ ὑγεία πολλή, γιὰ νὰ μὴν πτοηθοῦμε. Καὶ ὁ λαὸς τῶν Ἑλλήνων ἔχει καταστήσει τὴ ζωή του σοβαρὴ διατριβὴ καὶ δὲν πτοεῖται. Συνέχεται πάντοτε ἀπὸ τὴν ἐντροπὴ τοῦ θανάτου. Ὑπάρχει ἐπειδὴ ἐντρέπεται ν᾿ ἀποθάνῃ. Κι ἡ ὕπαρξί του εἶναι καθημερινὸ γέρας, κατόρθωμα. Δὲν εἶναι μοιραία συνθήκη ἑτοιμόρροπη καὶ ἀτιμωτική. Προπαντὸς ὄχι, ἐν τούτοις, στείρα οἴησι καὶ κομπασμό. Ἡ ὑπερηφάνεια μετὰ τὸ κατόρθωμα εἶναι ἀτόπημα, ἂν δὲν εἶναι κούρασι ἢ ὕβρις. Μᾶς ἐπιτρέπεται νὰ ὑπερηφανευθοῦμε νομίμως, μόνον ὅταν τὸ διεξερχώμεθα ἀξίως ἢ τὸ συνεχίζωμε ἀνταξίως. Ποτὲ ἄλλοτε.

Μᾶς ἀπαγορεύεται ἄλλωστε νὰ καυχηθοῦμε καὶ γιὰ ἕναν ἄλλο, ἱερό, λόγο. Τὸ ᾿40 εἶναι καύχημα, ἀλλὰ τοῦ καυχήματος ἡ λάμψι ἐστιλβώθη ἀπὸ τὸν θάνατον. Ὁ γοερὸς κύκλος τοῦ αἵματος τὸ περιφράσσει καὶ τὸ ἐξακοντίζει εἰς ὕψος. Χωρὶς τὴν κλίμακα τοῦ θανάτου, χωρὶς τὴν ὁροθεσία του, κάθε πρᾶξις γίνεται βραχὺ ἐγχείρημα. Τὸ μεγαλεῖο μιᾶς πράξεως ἔγκειται εἰς τὸ ὅτι ὁδὸς θανάτου ὁδηγεῖ πρὸς αὐτήν. Τῶν νεκρῶν μας ὅθεν εἶναι ἔργο τὸ παρὸν μέγεθος, εἶναι ἡ δωρεὰ τοῦ θανάτου των.

Ἂς κατέβωμε λοιπὸν εἰς τοὺς τάφους νὰ γευθοῦμε τὸ αἰώνιο πνεῦμα των. Εὐπρεπεῖς, μὲ μιὰν εὐγένειαν πένθους, ἂς δέσωμεν χοηφόρον κύκλο γιὰ νὰ ὑποδεχθοῦμε τοῦ θανάτου των τὸ ἥμερο κάλλος. Θὰ ἦταν καλὸ νὰ ἴδωμεν τοὺς νεκροὺς αὐτοπροσώπως καὶ ν᾿ ἀρχίσωμεν μαζὶ των νηπενθῆ διάλογον γιὰ τῆς ζωῆς τὸ γῆρας, γιὰ τοῦ θανάτου τὴ νεότητα, γιὰ τὴν τραγικὴν ἔμφραξί μας, γιὰ τὴν ἐσταυρωμένην ἐλπίδα τοῦ ὄντος, γιὰ τὸ μυστήριο τοῦ φοβεροῦ, τοῦ «ἐσχάτου ἱδρῶτος». Ἂς ὁλοκληρώσωμε μαζὶ των τὴν διατριβή μας καὶ ἂς ἐξυφάνωμε ἡρέμως τὴν δική μας μελέτη θανάτου.

Ἂς διδαχθοῦμε. Οἱ νεκροὶ μποροῦν νὰ διδάξουν. Εἶναι σοφοί, ἔχουν ὅ,τι δὲν ἔχει κανείς μας: τὴν γνῶσι τοῦ θανάτου. Μόνον αὐτοὶ ξέρουν ὅτι ἡ μόνη ἐφικτὴ τελειότης εἶναι ὁ θάνατος. Ἐκεῖθεν ἀποκτοῦν καὶ τὴν ὁλοσχερῆ γνῶσι τῆς ζωῆς, τὴν σοφία ποὺ παρασκευάζει ἐξαίφνης ἡ σκοπιὰ τῆς αἰωνιότητος. Ὕστερα, πεφορτισμένοι ἀπὸ τὴν σοφία καὶ ἐλαφροὶ ἀπὸ τὸ ἄγχος, ἂς φύγωμεν. Ὄπισθέν μας οἱ νεκροί, καὶ εἶναι ὅλοι τους σχεδὸν νέοι, ἤρεμοι καθὼς ὅταν ἤρθαμε, ἀκύμαντοι θὰ παρακολουθοῦν τὸ μάταιο βῆμα μας, μὲ τὴν γαλήνη τῆς ἐσχάτης συνέσεως, μὲ τὴν θεία εἰρωνεία, προσηκόντως, μὲ εὐπρέπειαν χιλίων θανάτων καὶ ἐκεῖνο τὸ βλέμμα των ποὺ δεσμεύει κάτι ἀπὸ τὴν τρυφερὴ καὶ θεσπέσια εὐγένεια τοῦ πένθους καὶ κάτι ἀπὸ τὴν μεγαθυμία τῆς αἰωνιότητος.

Τελείωσα. Τώρα ἔχω, φαντάζομαι, ἀποδείξει πόσο μάταιος εἶναι ὁ λόγος, τὶ ἀναιδὲς ἐγχείρημα, πόσον ἀναρμόδια παρεμβολή. Αὐτοσχέδιος κόμπος μᾶλλον τάδε ἐν τῷ παρόντι, κόμπος ἐπίγονος. Ἥκιστ᾿ ἄρα ἰσόρροπον ὀφείλημα ὁ λόγος.

«Ἔργῳ τὰς τιμάς».


Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Αρέσει σε %d bloggers: